Η ηλικία της μητέρας σχετίζεται άμεσα με την παιδική θνησιμότητα

Η ηλικία της μητέρας σχετίζεται άμεσα με την παιδική θνησιμότητα καθώς, σύμφωνα με νέα έρευνα, τα παιδιά που γεννήθηκαν από μητέρες κάτω των 30 ετών διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο να καταλήξουν σε θάνατο, συγκριτικά με τα παιδιά που γεννήθηκαν από μαμάδες μεγαλύτερης ηλικίας.

Ενώ συνολικά η παιδική θνησιμότητα φαίνεται να έχει μειωθεί στο ήμισυ τα τελευταία 20 χρόνια, η νεαρή ηλικία της μητέρας βρέθηκε να είναι ένας παράγοντας κινδύνου για τον θάνατο στην πρώιμη παιδική ηλικία, σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης που εκπονήθηκε από το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού του UCL.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι στην Αγγλία, τη Σκωτία και την Ουαλία, η διαφορά στη θνησιμότητα μεταξύ των παιδιών που γεννήθηκαν από μητέρες κάτω των 30 ετών και εκείνων που γεννήθηκαν από μητέρες ηλικίας 30 έως 34 ετών, αντιπροσώπευαν το 11 % όλων των θανάτων των παιδιών, έως την ηλικία των εννέα ετών.

Αυτό ισοδυναμεί με έναν μέσο όρο 397 θανάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο κάθε χρόνο, όπως αναφέρει η έκθεση. Η θνησιμότητα των παιδιών που γεννήθηκαν από μητέρες κάτω των 20 ετών, αντιπροσώπευε μόλις το 3,8 % του συνόλου των θανάτων.

 Σύμφωνα με την έκθεση, το 22% των θανάτων στη Μ. Βρετανία οφείλονταν σε "ανεξήγητες αιτίες, οι οποίες συνδέονται στενά την κατανάλωση αλκοόλ, το κάπνισμα και τις στερήσεις της μητέρας". 

Επίσης, οι τραυματισμοί εξακολουθούν να κατέχουν την πρωτιά στην παιδική θνησιμότητα αλλά φαίνεται ότι, με το πέρασμα των ετών, ακολουθούν μια πτωτική πορεία. Μεταξύ των ετών 1980 και 2010, οι τραυματισμοί αντιπροσωπεύουν το 31 % των θανάτων στα παιδιά ηλικίας ενός έως τεσσάρων ετών και το 48 % των θανάτων σε εφήβους ηλικίας 15 έως 18 ετών. 

Τέλος, η μελέτη διαπίστωσε ότι το 70 % των παιδιών που καταλήγουν σε θάνατο στη Μ. Βρετανία πάσχουν από χρόνιες παθήσεις , όπως ο καρκίνος, η κυστική ίνωση ή η επιληψία, χωρίς να σημαίνει ότι οι παθήσεις αυτές οδηγούν σε θάνατο αλλά ενδέχεται να αποτελούν βασική παράμετρο σε αυτό .