Πιο αποτελεσματικές για την απώλεια βάρους είναι, σύμφωνα με νέα επιστημονική έρευνα, οι δίαιτες μειωμένων λιπαρών παρά αυτές που μειώνουν τους υδατάνθρακες.
Οι ερευνητές των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ, με επικεφαλής τον δρα Κέβιν Χολ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογίας «Cell Metabolism» (Μεταβολισμός Κυττάρου), έκαναν πειράματα σε μια κλινική με 19 εθελοντές παχύσαρκους ανθρώπους, οι οποίοι ξεκίνησαν με ημερήσια κατανάλωση 2.500 θερμίδων.
Στη συνέχεια και για μια περίοδο δύο εβδομάδων, οι συμμετέχοντες έπρεπε να μειώσουν την κατανάλωση θερμίδων κατά το ένα τρίτο, μέσω μείωσης είτε των λιπών είτε των υδατανθράκων. Η σύγκριση έδειξε ότι η πρώτη μέθοδος υπερτερεί, καθώς όσοι μείωσαν τα λίπη στη διατροφή τους, έχασαν κατά μέσο όρο 463 γραμμάρια σωματικού λίπους συνολικά ή 89 γραμμάρια ημερησίως, ενώ όσοι μείωσαν τους υδατάνθρακες, έχασαν μόνο 245 γραμμάρια συνολικά ή 53 γραμμάρια τη μέρα (περίπου 80% λιγότερο).
«Δεν υπάρχει κανένας μεταβολικός λόγος να διαλέξει κάποιος μια δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων», δήλωσε ο Κέβιν Χολ. Είχε υποστηριχθεί παλαιότερα ότι ο περιορισμός των υδατανθράκων είναι προτιμότερος από μεταβολική άποψη για το αδυνάτισμα, αλλά η νέα μελέτη δεν επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο, αντίθετα μάλλον απομυθοποιεί αυτή την άποψη.
Από την άλλη όμως, άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι στον πραγματικό κόσμο, όπου μία δίαιτα ακολουθείται με λιγότερο ελεγχόμενο τρόπο απ’ ό,τι σε μια κλινική, οι άνθρωποι μπορεί πράγματι να χάσουν περισσότερο βάρος, όταν περιορίζουν τους υδατάνθρακες (ζυμαρικά, γλυκά, άσπρο ψωμί κ.α.).
Οι ειδικοί επισήμαναν ότι μακροχρόνια, σε τελευταία ανάλυση, η καλύτερη δίαιτα είναι αυτή που μπορεί να τηρηθεί με συνέπεια, με δεδομένο ότι η απώλεια βάρους -ιδίως για ένα παχύσαρκο άτομο- είναι μια μακροχρόνια διαδικασία. Από τη στιγμή που και οι δύο δίαιτες όντως αδυνατίζουν, σύμφωνα με τους ερευνητές, τελικά πρέπει κανείς να προτιμά εκείνη που θεωρεί ότι μπορεί να ακολουθήσει πιο πιστά σε βάθος χρόνου, διότι μόνο τότε θα είναι αποτελεσματική. Μία δίαιτα χαμηλών λιπαρών που δεν τηρείται παρά περιστασιακά, δεν έχει ιδιαίτερο αποτέλεσμα.
Παγκοσμίως περίπου 1,9 δισεκατομμύρια άνθρωποι είναι υπέρβαροι και παχύσαρκοι, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, με συνέπεια να αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο για καρδιοπάθεια, καρκίνο, διαβήτη και άλλες παθήσεις.