Οι ειδικοί λένε ότι πρέπει να αποφεύγουμε τη μεγάλη έκθεση στον Ήλιο, τονίζοντας πως είναι απαραίτητη η χρήση αντηλιακού, ακόμη και τους χειμερινούς μήνες.
Ωστόσο, σύμφωνα με μια νέα έρευνα, η μικρή έκθεση στον Ήλιο μπορεί επίσης να αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου, ειδικά στις βόρειες χώρες, όπου η ηλιοφάνεια δεν… κάνει πολύ συχνά την εμφάνισή της.
Μάλιστα, οι ερευνητές αναφέρουν ότι οι κάτοικοι των χωρών αυτών, όπως για παράδειγμα η Μ. Βρετανία, ίσως θα πρέπει να σκεφτούν τη λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Μια ομάδα ερευνητών παρακολούθησε την πορεία της υγείας 96.000 ανθρώπων από τη Δανία για διάστημα 40 ετών, λαμβάνοντας τακτικά δείγματα αίματος και μελετώντας το γενικότερο τρόπο ζωής και διατροφής τους.
Εκείνοι που είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D στον οργανισμό τους –η οποία παράγεται από την έκθεση του δέρματος στις ακτίνες του ήλιου και την υγιεινή διατροφή- είχαν 40% μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν καρκίνο, αναφέρει δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας TheTelegraph.
Οι περισσότεροι άνθρωποι λαμβάνουν το ένα πέμπτο της συνιστώμενης δόσης βιταμίνης D μέσω της διατροφής τους και τα υπόλοιπα τέσσερα πέμπτα από την έκθεση στον ήλιο.
Όσοι ζουν όμως σε βόρειες χώρες, όπως στη Μ. Βρετανία, χρειάζονται περίπου 5 με 30 λεπτά έκθεση στον ήλιο (χέρια, λαιμό και κεφάλι) μερικές φορές την εβδομάδα. Όμως, κατά τους μήνες Οκτώβρη-Μάρτη η ηλιοφάνεια δεν είναι μεγάλη και δεν επαρκεί για την παραγωγή της συγκεκριμένης βιταμίνης από τον οργανισμό.
Οι ερευνητές από το πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Κοπεγχάγης αναφέρουν, ότι είναι πολύ σημαντικό να τρέφεται κανείς σωστά κατά τη διάρκεια του χειμώνα, κι αν χρειάζεται να καταφεύγει και στη χρήση συμπληρωμάτων διατροφής.
«Η έρευνά μας δείχνει, ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D συνδέονται με υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας, ωστόσο δεν είναι ξεκάθαρος ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να αυξηθούν τα επίπεδά της στον οργανισμό: από τον ήλιο, μέσω της διατροφής ή με συμπληρώματα. Απαιτείται να καθορίσουμε την ποσότητα βιταμίνης D που χρειάζεται να ‘προσθέσουμε’, καθώς επίσης και το πώς και πότε είναι πιο αποτελεσματική. Ακόμη, θα έπρεπε να προστίθεται κατά το εμβρυϊκό στάδιο μέσω της μητέρας, κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας ή όταν ενηλικιώνεται κανείς» ανέφερε ο καθηγητής BørgeNordestgaard.
Για πρώτη φορά ερευνητές απέδειξαν, ότι η έλλειψη βιταμίνης D προκαλεί αύξηση των ποσοστών θνησιμότητας, σημειώνει το ίδιο δημοσίευμα.
Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι που είχαν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D είχαν 30% μεγαλύτερο κίνδυνο να πεθάνουν κατά τη διάρκεια των 40 ετών που διήρκεσε η έρευνα, σε σχέση με αυτούς που είχαν μέτρια επίπεδα βιταμίνης D στον οργανισμό τους. Σε ό,τι αφορά τον καρκίνο, το ποσοστό ήταν ακόμη μεγαλύτερο (40%), υποδηλώνοντας ότι η βιταμίνη D δρα προστατευτικά έναντι της ανάπτυξης των καρκινικών όγκων.
Τα συμπεράσματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο British Medical Journal.