Τέσσερις στους πέντε άνδρες θα μπορούσαν να αποφύγουν το έμφραγμα κάνοντας μικρές αλλαγές στον τρόπο ζωής τους, όπως αν σταμάταγαν το κάπνισμα, «έκοβαν» το αλκοόλ, έκαναν άσκησης και ακολουθούσαν μια υγιεινή διατροφή, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.
Παρακολουθώντας επί 11 χρόνια 20.721 υγιείς άντρες, ηλικίας 45 έως 79 ετών, Σουηδοί ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ορισμένα βασικά μέτρα διαφύλαξης της υγείας μπορούν να μειώσουν έως 79% τον αριθμό των πρώτων εμφραγμάτων στους άντρες. Επιπλέον, όσο νεότεροι ήταν οι άντρες όταν άρχισαν να προσέχουν τον τρόπο ζωής τους, τόσο περισσότερο μείωναν τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου - και όσο περισσότερες καλές συνήθειες υιοθετούσαν, τόσο το καλύτερο.
Οι άνδρες με τις σημαντικότερες βελτιώσεις στην υγεία τους ήταν οι μη καπνιστές, που περπάταγαν για τουλάχιστον 40 λεπτά την ημέρα, ασκούνταν τουλάχιστον μία ώρα την εβδομάδα και είχαν περίμετρο μέσης κάτω από 92,5 εκατοστά. Επίσης όσοι έπιναν μέτριες ποσότητες αλκοόλ, και ακολουθούσαν μια διατροφή γεμάτη με φρούτα, λαχανικά, όσπρια, ξηρούς καρπούς, μειωμένης περιεκτικότητας σε λιπαρά γαλακτοκομικά προϊόντα, δημητριακά ολικής αλέσεως και ψάρια.
Η μελέτη διαπίστωσε σαφή μείωση του κινδύνου εμφράγματος για κάθε παράγοντα του τρόπου ζωής που οι συμμετέχοντες είχαν αλλάξει. Για παράδειγμα, η ακολούθηση της υγιεινής διατροφής από μόνη της μείωνε τον κίνδυνο για έμφραγμα κατά 20%, ενώ όταν συνδυαζόταν με μετρημένη κατανάλωση αλκοόλ ο κίνδυνος μειωνόταν 35%.
Οι άνδρες που συνδύαζαν την δίαιτα χαμηλού κινδύνου και μέτρια κατανάλωση αλκοόλ, την αποχή από το κάπνισμα, τη σωματική δραστηριότητα και μια μικρή ποσότητα κοιλιακού λίπους, διέτρεχαν κατά 86% μικρότερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου. Οι ερευνητές βρήκαν παρόμοια αποτελέσματα σε άνδρες με υπέρταση και υψηλά επίπεδα χοληστερόλης.
«Δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι ο υγιεινός τρόπο ζωής οδήγησε σε μείωση των εμφραγμάτων. Αυτό που είναι εκπληκτικό είναι το πώς δραματικά μειώθηκε ο κίνδυνος αυτός με τις αλλαγές στον τρόπο ζωής», σχολίασε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Αγκνέτα Άκεσον, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Ινστιτούτο Περιβαλλοντικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Καρολίνσκα, στην Στοκχόλμη.