Νέα έρευνα υποδηλώνει, ότι οι άνθρωποι που προσλαμβάνουν βενζοδιαζεπίνες (benzodiazepines) διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν Αλτσχάιμερ.
Στις ΗΠΑ περίπου 9 εκατομμύρια πολίτες βασίζονται σε υπνωτικά ή κάπου είδους ηρεμιστικά για να καταφέρουν να κοιμηθούν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Επιπλέον, ένα 11% των γυναικών μέσης ηλικίας λαμβάνουν αγχολυτικά φάρμακα.
Το πιο κοινό συστατικό όλων αυτών είναι οι βενζοδιαζεπίνες.
Ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι ουσίες αυτές σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου του Αλτσχάιμερ.
Σύμφωνα με μια έκθεση που δημοσιεύτηκε στο TheBMJ, οι ερευνητές αναφέρουν ότι μεταξύ 1.796 ατόμων που πάσχουν από Αλτσχάιμερ και 7.184 ελέγχους, εκείνοι που είχαν χρησιμοποιήσει βενζοδιαζεπίνες εμφάνιζαν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νευροεκφυλιστικής αυτής νόσου κατά 51%. Επιπλέον, αυτοί που λάμβαναν τη συγκεκριμένη ουσία πάνω από 180 ημέρες διέτρεχαν δύο φορές μεγαλύτερο κίνδυνο, αναφέρει δημοσίευμα του Time.
Προηγούμενες μελέτες είχαν συνδέσει τα φάρμακα αυτά με γνωστικά προβλήματα και προβλήματα μνήμης, αλλά κυρίως σε εκείνους που τα λάμβαναν βραχυπρόθεσμα.
Στην τελευταία αυτή μελέτη, που έγινε από επιστήμονες του πανεπιστημίου του Bordeaux, οι ερευνητές παρακολούθησαν την πορεία της υγείας των συμμετεχόντων για διάστημα έξι ετών και διαπίστωσαν, ότι η σχέση των ουσιών αυτών με την άνοια ήταν μεγάλη.
Μάλιστα, η αλληλεπίδραση παρέμενε ακόμη και αφότου οι επιστήμονες προσάρμοσαν την επίδραση στα ποσοστά του Αλτσχάιμερ από παράγοντες όπως η αρτηριακή πίεση, οι καρδιοπάθειες, η κατάθλιψη και η αϋπνία.
Προκειμένου να αποκλείσουν το ενδεχόμενο να συμβαίνει το αντίστροφο, ότι δηλαδή το Αλτσχάιμερ προκαλούνταν από αύξηση της αϋπνίας και του άγχους, οι ερευνητές επικεντρώθηκαν σε άτομα που τους είχαν συνταγογραφήσει υπνωτικά και αγχολυτικά φάρμακα πέντε χρόνια πριν από τη διάγνωση της νόσου.
«Πιστεύουμε ότι η πιθανότητα τα αποτελέσματα να οφείλονται σε αντίστροφη αιτιώδη συνάφεια είναι χαμηλή» είπε η επικεφαλής ερευνήτρια SophieBilliotideGage.
Δεν είναι σαφές γιατί τα φάρμακα μπορεί να αυξάνουν τον κίνδυνο της νόσου του Αλτσχάιμερ, αν και η de Gage εικάζει ότι οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις στη μνήμη και τις γνωστικές λειτουργίες μπορεί να καταστρέφουν τις ικανότητες αποθεματικού που θα μπορούσαν να βοηθήσουν να αντισταθμιστεί η μείωση των νευρικών λειτουργιών, καθώς εμφανίζεται και εξελίσσεται η νόσος.
Η ίδια είπε ακόμη, ότι δε βρέθηκε κάποια επίδραση σε αυτούς που χρησιμοποιούσαν βενζοδιαζεπίνες για λιγότερο από τρεις μήνες.
«Συνήθως τα φάρμακα αυτά χορηγούνται για αυτό το χρονικό διάστημα και οι πάσχοντες από φοβίες, αγχώδεις διαταραχές και αϋπνία δε θα πρέπει να σταματήσουν τη λήψη τους. Είναι όμως σημαντικό να ενθαρρύνουμε τους γιατρούς να ισορροπούν με ιδιαίτερη προσοχή τα οφέλη και τους κινδύνους κατά την έναρξη ή ανανέωση μιας θεραπείας με βενζοδιαζεπίνες» κατέληξε.