Μια νέα μελέτη δείχνει ότι αν οι άνθρωποι κάνουν υγιεινές αλλαγές στον τρόπο ζωής τους στη δεκαετία των '30 και των '40 τους, μπορούν να ελέγξουν και, ενδεχομένως, ακόμη και να αντιστρέψουν τη φυσική εξέλιξη της στεφανιαίας νόσου.
«Δεν είναι πολύ αργά», είπε ο Δρ. Μπόνι Σπρινγκ, κύριος ερευνητής της μελέτης και καθηγητής προληπτικής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Northwestern Feinberg School of Medicine στο Σικάγο.«Δεν είστε καταδικασμένοι, αν στην ενηλικίωση αποκτήσατε κάποιες κακές συνήθειες. Μπορείτε ακόμα να κάνετε μια αλλαγή και θα έχετε ένα όφελος για την καρδιά σας. "
Ωστόσο, σύμφωνα με τη μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Circulation, αν οι άνθρωποι δεν υιοθετήσουν υγιεινές συνήθειες ή αν αποκτήσουν περισσότερες κακές συνήθειες, καθώς γερνούν, τότε θα είναι πολύ σοβαρές οι επιτπώσεις στις στεφανιαίες αρτηρίες τους.
Η στεφανιαία νόσος σκοτώνει περίπου 82.000 άτομα στη Μ. Βρετανία κάθε χρόνο. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν 2,7 εκατομ. άνθρωποι ζουν με την πάθηση. Με την πάροδο του χρόνου, τα τοιχώματα των αρτηριών φράζουν μέσα από μια διαδικασία που ονομάζεται αθηροσκλήρωση. Αυτό μπορεί να προκαλείται από το κάπνισμα, την υψηλή χοληστερόλη, την υψηλή αρτηριακή πίεση και τον διαβήτη.
Οι επιστήμονες εξέτασαν 5.000 συμμετέχοντες σχετικά με τον τρόπο ζωής τους, και τις επιπτώσεις του στις στεφανιαίες αρτηρίες μεταξύ των ηλικιών 18 και 30 - και 20 χρόνια αργότερα. Οι υγιείς παράγοντες του τρόπου ζωής που αξιολογήθηκαν ήταν: ότι δεν είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, δεν κάπνιζαν , είχαν σωματική δραστηριότητα και ακολουθούσαν μια υγιεινή διατροφή χωρίς πολύ αλκοόλ.
Στην αρχή της μελέτης, όταν οι συμμετέχοντες ήταν νέοι ενήλικες, λιγότερο από το 10% ανέφεραν πέντε υγιεινές συμπεριφορές στον τρόπο ζωής. Στο σημείο των 20 ετών, περίπου το ένα τέταρτο των συμμετεχόντων είχαν προσθέσει τουλάχιστον μια υγιεινή συμπεριφορά. Από την μελέτη φάνηκε ότι η αύξηση συνηθειών ενός υγιεινού τρόπου ζωής έχουν συνδεθεί με μειωμένη αθηροσκλήρυνση των στεφανιαίων αρτηριών και μικρότερο πάχος του έσω-μέσου χιτώνα, που είναι δύο σημαντικοί δείκτες των καρδιαγγειακών παθήσεων που μπορούν να προβλέψουν μελλοντικά καρδιαγγειακά επεισόδια.