Όταν “παίρνουμε” μια μυρωδιά, στην πραγματικότητα ανιχνεύουμε τα μόρια των οσμών που απελευθερώνονται στον αέρα από ένα αντικείμενο. Αυτά τα μόρια εισέρχονται στη μύτη, όπου προσδένονται με τα τριχίδια, τα οποία με τη σειρά τους συνδέουν τη μυρωδιά με τους "υποδοχείς όσφρησης", ή τα νευρικά κύτταρα, τα οποία βρίσκονται στην κορυφή της ρινικής διόδου.
Αν αρκετά μόρια φθάσουν σε ένα νευρικό κύτταρο, τότε αυτό πυροδοτεί ένα σήμα από τα οσφρητικά νεύρα που πηγαίνει από τη μύτη στον εγκέφαλο, όπου η μυρωδιά γίνεται αντιληπτή.
Όμως, καθώς γερνάμε, βιώνουμε μια "σημαντική μείωση" στην ικανότητά μας να μυρίζουμε τα πράγματα. Η διαδικασία αυτή, ωστόσο, μπορεί να επιδεινωθεί, επίσης, από τα κρυολογήματα και τη ρύπανση της ατμόσφαιρας.
"Κάθε φορά, που περνάμε ένα βαρύ κρυολόγημα ή βρισκόμαστε σε περιοχές με έντονη ρύπανση, προκαλείται βλάβη στο επιθήλιο (η περιοχή της ρινικής κοιλότητας, που περιέχει τους υποδοχείς όσφρησης), η οποία συσσωρεύεται με τον καιρό", ανέφερε ο Ρίτσαρντ Ντότυ, καθηγητής ωτορινολαρυγγολογίας και διευθυντής του Κέντρου Οσμής και Γεύσης στο Πανεπιστήμιο της Pennsylvania School of Medicine στις ΗΠΑ.
Οι άνθρωποι, που κρυολογούν συχνότερα, μπορεί συνεπώς να είναι πιο πιθανό να έχουν μια απώλεια στην αίσθηση της όσφρησης αργότερα στη ζωή τους. Τα μισά από τα άτομα ηλικίας 65 έως 80 ετών έχουν παρατηρήσει αυτή τη σταδιακή απώλεια όσφρησης, σύμφωνα με τον καθηγητής Ντότυ, ενώ όσοι είναι άνω των 80 ετών, τρεις στους τέσσερις παρουσιάζουν ολοκληρωτική απώλεια της όσφρησης.
Αυτό, με τη σειρά του, μπορεί να έχει μια δραματική επίδραση στην αίσθηση της γεύσης – το 75% από αυτό, που αντιλαμβανόμαστε ως γεύση, είναι στην πραγματικότητα η μυρωδιά, γεγονός που εξηγεί γιατί οι άνθρωποι επιλέγουν ισχυρότερες γεύσεις καθώς γερνούν.