Εξατομίκευση είναι η λέξη, που ταιριάζει απόλυτα, όταν ένας διαβητολόγος αποφασίζει να ασχοληθεί ουσιαστικά με τον ασθενή του. Όλες οι θεραπείες δεν κάνουν για όλους και αυτό γίνεται ιδιαίτερα φανερό τα τελευταία χρόνια, καθώς έχει αποδειχθεί ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν από τους ειδικούς το στάδιο και η βαρύτητα της νόσου, το σωματικό βάρος, τα άλλα νοσήματα, που υπάρχουν σε έναν διαβητικό ( καρδιαγγειακά, ήπαρ, νεφροί, πάγκρεας ), η ηλικία, αλλά και άλλοι παράγοντες.
Τα κριτήρια της σύγχρονης αντιδιαβητικής αγωγής “Η έναρξη της αγωγής θα πρέπει να γίνεται με τη διάγνωση της νόσου [τιμή γλυκόζης νηστείας > 126 mg/dl (τουλάχιστον σε δύο μετρήσεις) ή τιμή γλυκόζης 2 ώρες μετά τη χορήγηση από του στόματος 75 γρ γλυκόζης > 200 mg/dl ή τιμή γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (σε πιστοποιημένο εργαστήριο) > 6,5%] και η τροποποίηση της αγωγής σε τιμή γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης > 7%”, αυτά επισημαίνει αναφερόμενος στα κριτήρια έναρξης της θεραπείας ο καθηγητής Παθολογίας από το Αττικό Νοσοκομείο, Γιώργος Δημητριάδης, ο οποίος τονίζει ότι τα κυριότερα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης αγωγής θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα εξής κριτήρια:
• ασφάλεια
• χαμηλό κίνδυνο υπογλυκαιμικών επεισοδίων
• λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες όπως η αύξηση του βάρους
• αποτελεσματική ρύθμιση της γλυκόζης και της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης
Οι παράγοντες που μειώνουν τις επιπλοκές
Όπως επισημαίνει, “είναι καλό να βελτιώνει και τους άλλους παράγοντες (παχυσαρκία, υπέρταση, δυσλιπιδαιμία), που αυξάνουν τον κίνδυνο επιπλοκών του διαβήτη. Επιπλέον, είναι επιθυμητή η ευκολία στη χορήγηση και η ευελιξία σε σχέση με τον προγραμματισμό των γευμάτων και της άσκησης.
Στα ανωτέρω, θα πρέπει πάντα να συνεκτιμάται και το κόστος θεραπείας”. Οι στόχοι, που θέτει σήμερα η σύγχρονη αντιδιαβητική αγωγή, είναι σάκχαρο νηστείας 90-120 mg/dl, μέγιστο μεταγευματικό σάκχαρο (1 ή 2 ώρες μετά το φαγητό) < 180 mg/ dl και γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) < 7 %. Ωστόσο, δεν υπάρχουν κανόνες, επισημαίνουν οι ειδικοί, που τονίζουν ότι οι στόχοι αυτοί συχνά εξατομικεύονται.
Όπως αναφέρει ο κ. Δημητριάδης, "σε νέα άτομα, με μικρή διάρκεια διαβήτη, χωρίς συνοδά νοσήματα και με μεγάλο προσδόκιμο επιβίωσης οι στόχοι πρέπει να είναι όσο το δυνατόν χαμηλότεροι, ενώ στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας με συνοδά νοσήματα οι στόχοι πρέπει να είναι πιο υψηλοί, κυρίως λόγω του κινδύνου, που μπορεί να συνεπάγεται η υπογλυκαιμία στα άτομα αυτά”.
Όμως, υπάρχουν και παράγοντες από τη μεριά των ασθενών, που μπορούν να συμβάλλουν στην βελτίωση της γλυκαιμικής ρύθμισης, όπως:
• η υγιεινή διατροφή
• ο υπολογισμός των υδατανθράκων που περιέχουν τα γεύματα
• η διατήρηση ιδανικού σωματικού βάρους
• η άσκηση
• οι συχνές μετρήσεις του σακχάρου με τις συσκευές αυτομέτρησης
• η διακοπή του καπνίσματος
• η ρύθμιση των λιπιδίων στο αίμα
• ο έλεγχος της αρτηριακής πίεσης
Τα οφέλη των νεότερων θεραπειών
Ο κ. Δημητριάδης επισημαίνει ότι “η ινσουλίνη παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος στη θεραπεία του διαβήτη, καθώς στις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες του διαβήτη τύπου 2, η ινσουλινοθεραπεία (σε συνδυασμό με από του στόματος δισκία) προτείνεται ως επιλογή από τα πρώτα κιόλας στάδια του διαβήτη. Σε κάθε περίπτωση, η έναρξη ινσουλίνης (κυρίως με ανάλογα βασικής ινσουλίνης 24ωρης δράσης μετά από μία μόνο ένεση την ημέρα) πρέπει να γίνεται έγκαιρα, στις περιπτώσεις, που η ρύθμιση του σακχάρου με δισκία είναι εκτός των θεραπευτικών στόχων, έτσι ώστε να αποφευχθούν οι επιπλοκές του διαβήτη”.
Πάντως, είναι ξεκάθαρο ότι οι νεότερες θεραπείες για το διαβήτη τύπου 2, τα ενέσιμα ανάλογα, αλλά και τα από του στόματος δισκία, αποτελούν ένα χρήσιμο θεραπευτικό εργαλείο για μια μεγάλη ομάδα ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη και αυτό, διότι:
• αυξάνουν την έκκρισης ινσουλίνης
• μειώνουν την έκκριση γλυκαγόνης (της πιο σημαντικής υπεργλυκαιμικής ορμόνης) μειώνουν το σάκχαρο αίματος με μηδαμινό κίνδυνο υπογλυκαιμίας
• δεν αυξάνουν (αναστολείς DPP-4) ή και μειώνουν (ανάλογα GLP-1) το σωματικό βάρος μειώνουν την όρεξη
• χαρακτηρίζονται από σταθερότητα αποτελέσματος-διάρκειας αντιδιαβητικής ισχύος προστατεύουν από την απώλεια β-κυττάρων και/ή ενεργοποιούν τη λειτουργία τους που είναι υπεύθυνα για την έκκριση ινσουλίνης
• εμφανίζουν καλή ανεκτικότητα Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν μπορούν να δοθούν σε συγκεκριμένες κατηγορίες ασθενών, όπως ασθενείς με βαριά νεφρική ανεπάρκεια, βαριά γαστρεντερική νόσο, ιστορικό παγκρεατίτιδας.
Διαβάστε το αφιέρωμα "Ποιος φοβάται το διαβήτη" από το news.gr.