Περισσότερα από τα μισά άτομα με σακχαρώδη τύπου 2 στην Ελλάδα, δεν έχουν καταφέρει να ρυθμίσουν ικανοποιητικά το σάκχαρο στο αίμα τους. Συγκεκριμένα, το 54% των διαβητικών (τύπου 2) στην Ελλάδα, θεωρούνται αρρύθμιστοι (γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη >7,0%), ποσοστό το οποίο, αν και δεν είναι χειρότερο από άλλων Ευρωπαϊκών χωρών ή και των ΗΠΑ, είναι αποκαρδιωτικό, αν σκεφτεί κανείς ότι σήμερα οι γιατροί έχουν όλα τα μέσα να αντιμετωπίσουν τον σακχαρώδη διαβήτη.
Ένα από τα συχνότερα παράπονα, πάντως, των ασθενών, είναι ότι οι γιατροί, που τους παρακολουθούν, "δεν τους δίνουν την απαραίτητη σημασία". "Ο ασθενής, που συζητά ανοιχτά με το γιατρό του, τον εμπιστεύεται, δεν τον φοβάται, και εισπράττει πραγματικό ενδιαφέρον από αυτόν, σίγουρα συμμορφώνεται καλύτερα με τις θεραπευτικές οδηγίες. Άλλωστε, δεν θεραπεύουμε αποτελέσματα εξετάσεων, αλλά τον άνθρωπο απέναντί μας", αναφέρει η Βάια Λαμπαδιάρη, επίκουρος καθηγήτρια στο Αττικό Νοσοκομείο.
Ένα ερώτημα, που τίθεται συχνά τόσο από τους ασθενείς, αλλά και από την επιστημονική κοινότητα, είναι εάν ο διαβητικός θα πρέπει να είναι πλήρως ενημερωμένος για την θεραπεία του. Η αλήθεια είναι ότι, στην εποχή της πληροφορίας, η εικόνα του ιατρού, που χωρίς να ενημερώνει και να συζητά, απλά "παραγγέλνει" θεραπείες, φαντάζει μάλλον αναχρονιστική.
Όμως, ο γιατρός θα πρέπει να εκτιμά και την δυνατότητα του ασθενούς να αξιολογεί τις πληροφορίες, όπως επισημαίνει η κυρία Λαμπαδιάρη, η οποία συμπληρώνει: "Ο ασθενής δεν θα πρέπει μόνος του να χειρίζεται την αγωγή του, γιατί ο διαβήτης είναι μια πολύπλοκη διαταραχή, που ξεφεύγει από την απλή απορρύθμιση της γλυκόζης. Η τακτική παρακολούθηση και συνεργασία με το θεράποντα είναι απαραίτητη".
Όλοι συμφωνούν ότι οι διαβητικοί θα πρέπει να γνωρίζουν τόσο να ελέγχουν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα τους, όσο και να μην υπερβάλλουν στις μετρήσεις αυτές. Οι Έλληνες κλινικοί γιατροί καταγράφουν συνήθως μια υπερβολή στον αυτοέλεγχο των ασθενών, χωρίς να είναι απαραίτητο, ενώ συμβαίνει και το αντίθετο, οι ασθενείς δηλαδή να λαμβάνουν μία θεραπεία και να μην είναι τόσο συνεπείς με τις μετρήσεις τους.
Οι διαβητικοί θα πρέπει να γνωρίζουν ότι ο έλεγχος είναι σημαντικός, γιατί τελικά οι διακυμάνσεις της γλυκόζης στο 24ωρο συχνά καθορίζουν την αγωγή και παίζουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του διαβήτη. Οι διαβητολόγοι τονίζουν με κάθε ευκαιρία ότι η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ γιατρού και διαβητικού είναι το Α και το Ω για τον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα.
Ωστόσο, όπως εξηγεί η κυρία Λαμπαδιάρη, τα πράγματα έχουν βελτιωθεί και στον τομέα του ελέγχου, καθώς πλέον "έχουμε στη διάθεσή μας συμπληρωματικές εξετάσεις, όπως η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη, που όταν γίνεται με τη σωστή μέθοδο, μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για τη ρύθμιση, ή ακόμα και την 24ωρη καταγραφή του σακχάρου με ειδικές συσκευές, που σε επιλεγμένες περιπτώσεις μας αποσαφηνίζει την κατάσταση".
Ζητήσαμε από την κυρία Λαμπαδιάρη να μας πει τα πιο συνηθισμένα σχόλια των διαβητικών για τις διαφορετικές θεραπείες, που ακολουθούν ως προς την αποτελεσματικότητά τους, και την επίδραση, που έχουν στην ποιότητα ζωής τους. Όπως μας είπε, στην αρχή οι περισσότεροι ασθενείς δυσκολεύονται να αποδεχθούν πως θα λαμβάνουν την αντιδιαβητική θεραπεία για το υπόλοιπο της ζωής τους, τουλάχιστον στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ιδιαίτερα, δε, αν είναι νέοι.
Μεταξύ των θεραπειών, οι ενέσιμες αγωγές και δη η ινσουλίνη, έχουν "δαιμονοποιηθεί" και στη συνείδηση του κοινού καθιστούν τη νόσο "σοβαρότερη', πράγμα που δεν ισχύει. Αρκετοί ασθενείς, έχοντας από τον περίγυρό τους άσχημες εμπειρίες από επιπλοκές σε αρρύθμιστους διαβητικούς, ενοχοποιούν θεραπευτικά σχήματα ή τη νόσο καθεαυτή, αποφεύγοντας την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση.
Το τελευταίο είναι ολέθριο, αφού ο καλά και έγκαιρα ρυθμισμένος διαβητικός θα ζήσει μια φυσιολογική ζωή, ενώ - σε αντίθετη περίπτωση - οι επιπλοκές θα υποβαθμίσουν την καθημερινότητά του», καταλήγει η κυρία Λαμπαδιάρη.