Η προκατάληψη για την ινσουλίνη στηρίζεται σε μύθους, οι οποίοι δεν είναι επιστημονικά τεκμηριωμένοι. Δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο και, συνήθως, έχει να κάνει με τους ίδιους τους γιατρούς, που επικαλούνται, ακόμη από τη διάγνωση της νόσου, το φόβο της ινσουλίνης, πιστεύοντας ότι έτσι θα πείσουν τους ασθενείς να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους.
Έτσι, η ινσουλίνη έχει συνδεθεί με την αποτυχία του ασθενούς να ρυθμίσει το σακχαρώδη διαβήτη και να "πέσει", όπως συνηθίζεται να λέγεται, στις ενέσεις της ινσουλίνης.
Όμως, αυτή η στάση μπορεί να είναι βλαπτική για τον ασθενή, όπως αποδεικνύεται από όσα μας λέει ο κ. Γ. Ιωαννίδης, Παθολόγος Διαβητολόγος, Διευθυντής της Β' Παθολογικής Κλινικής του νοσοκομείου Αγία Όλγα. Όπως θα διαβάσετε, είναι λάθος οι ασθενείς, αλλά και οι γιατροί, να καθυστερούν τη χρήση της ινσουλίνης σε διαβητικούς ασθενείς, που την έχουν ανάγκη, καθώς φαίνεται ότι καλύτερα να θεραπεύεις νωρίς παρά στα προχωρημένα στάδια της νόσου.
Ο κ. Ιωαννίδης εξηγεί ποια είναι τα κλινικά κριτήρια, με βάση τα οποία θα πρέπει να ξεκινά χορήγηση ινσουλίνης, ενώ αναφέρεται στις διαφορές ανάμεσα στις νεότερες και παλαιότερες ινσουλίνες, στον τρόπο δράσης τους, αλλά και την αποτελεσματικότητά τους.
Υπάρχει μια προκατάληψη για την ινσουλίνη στην Ελλάδα. Είναι δικαιολογημένη;
Η προκατάληψη για την ινσουλίνη είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Όπως κάθε προκατάληψη στηρίζεται σε μύθους, που δεν είναι επιστημονικά τεκμηριωμένοι. Η αδικαιολόγητη αυτή προκατάληψη έχει ως αφετηρία τους ίδιους τους γιατρούς, που επικαλούνται από τη διάγνωση της νόσου το φόβο της ινσουλίνης, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση στις απαραίτητες αλλαγές του τρόπου ζωής.
Έτσι, η ινσουλίνη, από την αρχή ως το τελικό στάδιο της νόσου, υποδηλώνει αποτυχία και ταυτόχρονα αποτελεί την τιμωρία της κακής συμπεριφοράς του ασθενή, που οδηγείται πια χωρίς ελπίδα στα τελικά στάδια της νόσου.
Η αντίληψη αυτή, μαζί με το φόβο των ενέσεων (δυσκολία εκπαίδευσης, φόβος βελόνας, αίσθηση πολύπλοκης θεραπείας κ.λπ.), εδραιώνουν την προκατάληψη. Ο ασθενής πρέπει να γνωρίζει από την ημέρα της διάγνωσης ότι η ινσουλίνη είναι το πιο ισχυρό και αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξη των στόχων και ότι πρέπει να χρησιμοποιηθεί έγκαιρα, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος εμφάνισης επιπλοκών της νόσου.
Πιστεύετε ότι οι ασθενείς καθυστερούν να μπουν στην ινσουλίνη και τι επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτό στην ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα τους;
Οι ασθενείς με διαβήτη θεραπεύονται με καθυστέρηση στην Ελλάδα. Ακόμα και όταν βρίσκονται μακριά από τους θεραπευτικούς στόχους για το διαβήτη τους, δεν προχωρούν όπως θα έπρεπε στο επόμενο θεραπευτικό βήμα. Αυτό δυστυχώς σημαίνει ότι παραμένουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα αρρύθμιστοι, με συνέπεια την αύξηση του κινδύνου εμφάνισης επιπλοκών.
Η καθυστέρηση αυτή είναι εμφανής, όταν το επόμενο θεραπευτικό σχήμα περιλαμβάνει την έναρξη ινσουλίνης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παραμένουν για χρόνια στο αίμα υψηλές τιμές σακχάρου, με συνέπεια να εμφανίζονται οι επιπλοκές της νόσου.
Είναι αναστρέψιμες οι επιπλοκές του διαβήτη σε ανθρώπους που δεν έχουν καταφέρει να ρυθμίσουν το σάκχαρο όταν ξεκινήσει η εντατική θεραπεία (με ή χωρίς ινσουλίνη);
Η καθυστερημένη ρύθμιση του σακχάρου μπορεί να αποτρέψει την επιβάρυνση των βλαβών των μικρών αγγείων (αμφιβληστροειδοπάθεια, νεφροπάθεια), αλλά δεν φαίνεται να ασκεί ιδιαίτερα ευεργετική δράση στις βλάβες των μεγάλων αγγείων. Μεγάλες μελέτες, μάλιστα, υποδεικνύουν ότι η επιθετική θεραπεία σε προχωρημένα στάδια της νόσου μπορεί να επιφέρει δυσμενή αποτελέσματα (ίσως λόγω των αυξημένων υπογλυκαιμιών). Το μήνυμα, επομένως, για τη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη σήμερα είναι: θεραπεύστε εντατικά αλλά έγκαιρα.
Μπορείτε να πετύχετε τους θεραπευτικούς στόχους χωρίς την ινσουλίνη, ή είναι απαραίτητη σε όλες τις περιπτώσεις;
Δεν είναι απαραίτητη σε όλες τις περιπτώσεις. Υπάρχουν αρκετοί διαβητικοί ασθενείς, που επιτυγχάνουν τους στόχους με συνδυασμό αντιδιαβητικών δισκίων και με μέτρα αλλαγής του τρόπου ζωής. Υπάρχουν αρκετές ιδιαιτερότητες σε κάθε ασθενή, που τον κάνουν ξεχωριστό.
Καλό είναι να γνωρίζουμε ότι ο διαβήτης τύπου 2 χαρακτηρίζεται από προοδευτική έκπτωση της λειτουργίας των β κυττάρων του παγκρέατος (των κυττάρων που παράγουν ινσουλίνη), με την πάροδο του χρόνου. Αυτό σημαίνει ότι οι περισσότεροι, προκειμένου να επιτύχουν και να διατηρήσουν την καλή τους ρύθμιση, θα χρειαστούν την προσθήκη και ινσουλίνης στο θεραπευτικό τους σχήμα.
Με βάση ποια κλινικά κριτήρια ξεκινάτε να χορηγείται ινσουλίνη και πώς πείθετε τους ασθενείς σας να συμμορφωθούν με τις οδηγίες σας;
Οι ασθενείς, που πρέπει να ξεκινήσουν ινσουλίνη, σύμφωνα και με τις οδηγίες των περισσότερων επιστημονικών φορέων, είναι αυτοί, που δεν μπορούν να επιτύχουν καλή ρύθμιση με το μέγιστο επιτρεπόμενο και ανεκτό συνδυασμό δισκίων. Επίσης, όσοι στη διάγνωση της νόσου έχουν ιδιαίτερα υψηλές τιμές σακχάρου μαζί με συμπτώματα, όπως η πολυδιψία, η πολυουρία και η απώλεια σωματικού βάρους.
Η προσέγγιση πρέπει να γίνει με θετικά μηνύματα και με πραγματικά ερωτήματα. Το ερώτημα δεν είναι "θέλετε να ξεκινήσετε ινσουλίνη;», αλλά «θέλετε να έχετε καλό σάκχαρο;".
Αν η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ΝΑΙ, τότε η επόμενη πληροφορία ότι αυτό είναι δυνατό μόνο με την χορήγηση ινσουλίνης, γίνεται πιο εύκολα αποδεκτή. Άλλος τρόπος πειθούς είναι η πρόταση δοκιμαστικής περιόδου θεραπείας με ινσουλίνη, με τη δυνατότητα απόσυρσης της, αν δεν είναι ο ίδιος ο ασθενής ικανοποιημένος.
Τέλος, η εκπαίδευση στη χρήση της ινσουλίνης όλων των ασθενών στην έναρξη της νόσου, την απομυθοποιεί και την κάνει φιλική, όταν έρθει η ώρα, που είναι πλέον αναγκαία.
Υπάρχει κατάλληλη και μη κατάλληλη αγωγή για την έναρξη και την εντατικοποίηση της ινσουλινοθεραπείας;
Η έναρξη και η εντατικοποίηση της ινσουλινοθεραπείας εξατομικεύεται. Για τους περισσότερους ασθενείς, η έναρξη προτείνεται να γίνεται με μια ένεση βασικής ινσουλίνης, σε συνδυασμό με αντιδιαβητικά δισκία, και στη συνέχεια η εντατικοποίηση με τη σταδιακή προσθήκη μιας ή περισσοτέρων ενέσεων γευματικής ινσουλίνης, πριν από τα κύρια γεύματα της ημέρας.
Παρόλα αυτά, η έναρξη με έτοιμα μείγματα ινσουλίνης ή και πλήρες εντατικοποιημένο σχήμα ινσουλίνης από την αρχή, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες στοχευμένες περιπτώσεις. Ο δρόμος των μειγμάτων (δημοφιλής στο παρελθόν) χαρακτηρίζεται από έλλειψη ευελιξίας, από αυξημένο κίνδυνο υπογλυκαιμιών και αύξηση του βάρους. Η χρήση τους παγκοσμίως δεν προτείνεται πλέον ως κύριος δρόμος έναρξης και εντατικοποίησης της ινσουλινοθεραπείας.
Ποιες είναι οι διαφορές ανάμεσα στις νεότερες και παλαιότερες ινσουλίνες; Υπάρχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα;
Οι ινσουλίνες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τις βασικές και τις γευματικές. Η ανθρώπινη ινσουλίνη στην κρυσταλλική της μορφή δρα γρήγορα και χρησιμοποιείται ως γευματική ινσουλίνη, ενώ η ισοφανική ανθρώπινη ινσουλίνη (τύπου NPH) αποτελεί μορφή ανθρώπινης ινσουλίνης, που χρησιμοποιείται ως βασική ινσουλίνη.
Το μειονέκτημα της παλαιότερης ανθρώπινης ινσουλίνης είναι ότι αργεί να δράσει και ότι η διάρκεια της δράσης της είναι μεγαλύτερη από την επιθυμητή.
Από την άλλη, η ισοφανική ινσουλίνη δεν διαρκεί πολλές ώρες, η διάρκεια δράσης της ποικίλει ανάλογα με την δόση, ενώ συχνά εμφανίζει αιχμή δράσης. Αυτά απλά για τον ασθενή σημαίνουν αυξημένο κίνδυνο υπογλυκαιμιών και δυσκολία στην επίτευξη των γλυκαιμικών στόχων.
Οι νεώτερες ινσουλίνες είναι τα λεγόμενα ανάλογα ινσουλίνης. Στα ανάλογα έχουν γίνει τροποποιήσεις στο μόριο της ινσουλίνης, που αλλάζουν ευνοϊκά την ινσουλίνη όταν ενεθεί.
Έτσι, όσες δρουν άμεσα (ινσουλίνη lispro, aspart, glulisine), βοηθούν τους ασθενείς να έχουν καλύτερο έλεγχο των μεταγευματικών σακχάρων, χωρίς κίνδυνο υπογλυκαιμιών. Τα μακράς δράσης ανάλογα (detemir, και κυρίως glargine) διαρκούν περισσότερο ( η glargine 24 ώρες και γιαυτό χορηγείται πάντα μια φορά την ημέρα) και έχουν μικρότερη μεταβλητότητα. Ως συμπέρασμα, θα λέγαμε ότι τα ανάλογα διευκολύνουν την επίτευξη των στόχων, ενώ κοστίζουν περισσότερο.