Ένα σημαντικό ποσοστό των παιδιών που γεννιούνται με χαμηλό σωματικό βάρος οφείλεται στα αυξημένα επίπεδα αστικής ατμοσφαιρικής ρύπανσης, σύμφωνα με μία πανευρωπαϊκή μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση The Lancet.
Ομάδα ερευνητών του Κέντρου Έρευνας Περιβαλλοντικής Επιδημιολογίας της Βαρκελώνης, ανέλυσαν στοιχεία από 12 ευρωπαϊκές χώρες- μεταξύ των οποίων και η Ελλάδ- τα οποία αφορούσαν πάνω από 74.000 γεννήσεις μεταξύ των ετών 1994-2011.
Από τα ευρήματα της μελέτης φάνηκε ότι οι γυναίκες που ζουν σε περιοχές με αυξημένα επίπεδα ρύπανσης του αέρα, κινδυνεύουν περισσότερο να γεννήσουν παιδιά με βάρος μικρότερο από το κανονικό, δηλαδή κάτω από 2,5 κιλά μετά από 37 εβδομάδες κύησης.
"Το χαμηλό βάρος γέννησης έχει συσχετιστεί με το συριγμό στην αναπνοή και το άσθμα στην παιδική ηλικία, καθώς και με τη μειωμένη πνευμονική λειτουργία σε ενήλικες" παρατήρησαν οι ερευνητές.
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι για κάθε 5 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα αύξησης των μικροσωματιδίων που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα, αυξάνεται κατά 18% ο κίνδυνος γέννησης λιποβαρούς μωρού. Μάλιστα, αυτός ο αυξημένος κίνδυνος ισχύει και για επίπεδα που θεωρούνται ασφαλείας στην ΕΕ, δηλαδή κάτω από το υπάρχον ετήσιο όριο ποιότητας του αέρα (25 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο).
Σύμφωνα με τους ερευνητές, αν τα επίπεδα των μικροσκοπικών αερομεταφερόμενων σωματιδίων μειώνονταν στα 10 μικρογραμμάρια, το 22% των γεννήσεων λιπόβαρων θα μπορούσε να αποφευχθεί.
Η μελέτη έδειξε επίσης ότι η ρύπανση του αέρα, εκτός από χαμηλότερο βάρος γέννησης, οδηγεί στη γέννηση παιδιών με μικρότερη περίμετρο κρανίου, πράγμα που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην ανάπτυξη του εγκεφάλου τους.
"Όπως δείχνει η έρευνά μας, ένα σημαντικό ποσοστό γεννήσεων μωρών με λειψό βάρος θα μπορούσαν να αποφευχθούν στην Ευρώπη, αν μειωνόταν η ρύπανση του αέρα στις πόλεις, ιδίως από τα μικροσκοπικά σωματίδια" εξηγεί η επικεφαλής της έρευνας, Δρ Πέντερσεν.