Αμερικανοί επιστήμονες διαπίστωσαν μείωση στις συνδέσεις μεταξύ των εγκεφαλικών κυττάρων και πιθανές βλάβες στα γονίδια που προστατεύουν το σώμα από τη γήρανση, στους ανθρώπους με Σύνδρομο Ντάουν, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει μελλοντικά στην ανάπτυξη νέων θεραπειών.
Ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο του Wisconsin - Madison εξέτασε τα γονίδια που επλήγησαν σε δύο άτομα με σύνδρομο Ντάουν. Συγκεκριμένα, βρήκαν ότι τα γονίδια που έφεραν ένα επιπλέον χρωμόσωμα, το χρωμόσωμα 21, είχαν αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό στους ασθενείς με σύνδρομο Ντάουν. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει, γιατί οι άνθρωποι με σύνδρομο Ντάουν γερνούν πιο γρήγορα, καθώς επίσης και γιατί εμφανίζουν ένα επίπεδο μαθησιακής δυσκολίας.
Αυτό που έκαναν ουσιαστικά οι ερευνητές ήταν, να πάρουν δείγμα από τα κύτταρα του δέρματος από δύο ασθενείς με σύνδρομο Ντάουν και να κάνουν ένα είδος αναπρογραμματισμού των δερματικών κυττάρων μετατρέποντάς τα σε ένα είδος βλαστικών κυττάρων , τα οποία που θα μπορούσαν να μετατραπούν σε οποιοδήποτε κύτταρο του σώματος, όπως σε εγκεφαλικά κύτταρα. Στην συνέχεια, τα νέα αυτά κύτταρα καλλιεργήθηκαν στο εργαστήριο, δίνοντας στους ερευνητές την δυνατότητα να εξετάσουν τα αρχικά στάδια της ανάπτυξης του εγκεφάλου στο σύνδρομο Ντάουν.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, τα κύτταρα του εγκεφάλου επικοινωνούν, μέσω συνδέσεων που είναι γνωστές ως συνάψεις. Τα κύτταρα του εγκεφάλου, όμως, στα άτομα με σύνδρομο Ντάουν είχαν μόνο το 60% περίπου του συνήθους αριθμού των συνάψεων. "Αυτό είναι αρκετό για να κάνει τη διαφορά. Ακόμα κι αν ανακτηθούν αυτές οι συνάψεις αργότερα, έχει χαθεί αυτό το κρίσιμο παράθυρο του χρόνου κατά τη διάρκεια της πρώιμης ανάπτυξης", εξήγησε η επικεφαλής της έρευνας Δρ. Μπατατσαρίγια.
"Μέσα από την έρευνα μαθαίνουμε όλο και περισσότερα για τους μηχανισμούς που προκαλούν το σύνδρομο Ντάουν και αυτό μπορεί τελικά να οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων θεραπειών στο μέλλον", επεσήμανε ο Δρ. Κάρολ Μπόις διευθύνων σύμβουλος του Συλλόγου Ατόμων με Σύνδρομο Ντάουν του Ηνωμένου Βασιλείου.