Πάνω από 80 γενετικούς δείκτες, οι οποίοι μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο τριών διαφορετικών μορφών καρκίνου και συγκεκριμένα του προστάτη, του μαστού και των ωοθηκών, εντόπισαν οι επιστήμονες στην μεγαλύτερη μελέτη που έχει γίνει ποτέ, σχετικά με την γενετική του καρκίνου.
Ερευνητές από έξι διαφορετικά κέντρα - Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ στη Βρετανία, Πανεπιστήμιο Λαβάλ στον Καναδά, Κλινική Mayo στις ΗΠΑ, Εθνικό Κέντρο Ογκολογικών Ερευνών στην Ισπανία, Ινστιτούτο Καρολίνσκα στη Σουηδία, Κέντρο Peter MacCallum στην Αυστραλία- μελέτησαν το γενετικό προφίλ 100.000 ανθρώπων με καρκίνο και εντόπισαν γενετικές διαφορές οι οποίες ήταν πιο συχνές σε άτομα με καρκίνο του προστάτη, του μαστού και των ωοθηκών. Συγκεκριμένα πρόκειται για πολυμορφισμούς στις βάσεις του DNA, τα νουκλεοτίδια, οι οποίες ονομάζονται σνιπς.
Σύμφωνα με τα νέα στοιχεία, παρόλο που καθεμιά από τις γενετικές διαφορές που εντοπίστηκαν αυξάνει σε μικρό ποσοστό τον κίνδυνο καρκίνου, το 1% των ατόμων που φέρουν πολλά "ένοχα" σνιπς αντιμετωπίζει αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του προστάτη ο οποίος φθάνει σχεδόν στο 50% και του μαστού στο 30%. Την ίδια στιγμή όμως υπάρχουν και άτομα που φαίνεται να φέρουν περισσότερα «αθώα» σνιπς τα οποία μειώνουν τον κίνδυνο καρκίνου σε σύγκριση με τον μέσο όρο.
"Η έρευνά μας μπορεί να οδηγήσει τις γυναίκες στο να έχουν μία πιο σαφή εικόνα για το πόσο πιθανό είναι να αναπτύξουν καρκίνο του μαστού ή των ωοθηκών και να τις καθοδηγήσει σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο πρόληψης ή ελέγχου", επεσήμανε ο καθηγητής Αντώνης Αντωνίου από το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
"Τα αποτελέσματα αυτά είναι το μεγαλύτερο άλμα προς τα εμπρός για την εξεύρεση των γενετικών αιτιών του καρκίνου του προστάτη. Αν περαιτέρω μελέτες δείξουν ότι τέτοια άτομα επωφελούνται από τακτικό έλεγχο, θα μπορούσαμε να έχουμε ένα μεγάλο όφελος, καθώς ο αριθμός των ατόμων που πεθαίνουν από την ασθένεια, εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλός", ανέφερε χαρακτηριστικά ο καθηγητής Ρος Έλες.