Ανακριβείς ή λανθασμένες διαγνώσεις είναι συνήθεις στην πρωτοβάθμια περίθαλψη και μπορεί να θέσουν ορισμένους ασθενείς σε κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών, επισημαίνει αμερικανική μελέτη.
Οι επιστήμονες τονίζουν πως όταν δεν δίνεται η προσήκουσα προσοχή, γίνονται εσφαλμένες διαγνώσεις καθώς λάθη στην συνταγογράφηση φαρμάκων και την θεραπεία.
Οι περισσότερες λανθασμένες διαγνώσεις γίνονται κατά στην επίσκεψη στο γιατρό, ο οποίος εκτός των άλλων δεν έχει ακριβές ιστορικό του ασθενή για να κάνει μια πλήρη εξέταση ή να ζητήσει να γίνουν οι σωστές εξετάσεις.
Καθώς οι λανθασμένες διαγνώσεις είναι συχνές, τα λάθη αυτά μπορεί να οδηγήσουν σε περισσότερες βλάβες της υγείας και σε θανάτους ασθενών σε σχέση με άλλα λάθη, σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Νιούμαν-Τόκερ της Ιατρικής Σχολής Τζον Χόπκινς στη Βαλτιμόρη, έναν από τους συντάκτες της έρευνας.
"Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι τα λάθη στη διάγνωση είναι μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας. Μιλάμε για τουλάχιστον 150.000 ανθρώπους ετησίως, που πεθαίνουν ή υφίστανται σοβαρή βλάβη στην υγεία τους εξαιτίας της κακής διάγνωσης".
Τα συχνά λάθη
Η ομάδα που διεξήγαγε τη μελέτη διαπίστωσε ότι οι λανθασμένες διαγνώσεις αφορούσαν ποσοστό 5 έως 7% περιπτώσεων πνευμονίας, καρδιακής ανεπάρκειας, νεφρικής ανεπάρκειας και καρκίνου, ασθένειες για τις οποίες οι γιατροί είχαν διαγνώσει αρχικά κάτι διαφορετικό.
Τα περισσότερα διαγνωστικά λάθη προκαλούν μετρίου η σοβαρού βαθμού βλάβη στον ασθενή, σύμφωνα με τους ερευνητές. Από τους 190 ασθενείς που είχαν λάθη στη διάγνωσή τους, 36 παρουσίασαν σοβαρή και μόνιμη βλάβη και 27 πέθαναν.
Μια από τις δυσκολίες για να γίνει μια ακριβής διάγνωση είναι ότι ορισμένα συνήθη συμπτώματα, όπως πόνος στο στομάχι ή λαχάνιασμα μπορεί να είναι ενδείξεις πολλών ασθενειών, σοβαρών ή όχι, επισημαίνουν οι ερευνητές.
Μη φοβάστε να ρωτήσετε
Ένα πράγμα που οι ασθενείς πρέπει να κάνουν, τονίζουν οι ερευνητές, είναι να πηγαίνουν στο γιατρό προετοιμασμένοι να του δώσουν όλες τις σχετικές πληροφορίες για τη φύση και τη χρονική διάρκεια των συμπτωμάτων που παρουσιάζουν αλλά και να του θέτουν ερωτήσεις όπως "τι άλλο μπορεί να είναι αυτό, γιατρέ"ή "τί σας ανησυχεί περισσότερο;".
Επιπλέον, οι ασθενείς δεν πρέπει να υποθέτουν ότι είναι καλά αν εκδηλώνουν νέα συμπτώματα ή τα συμπτώματά τους επιδεινώνονται μόνο και μόνο γιατί ο γιατρός είχε αρχικά διαγνώσει κάτι όχι σοβαρό.