Το 32% των Ελλήνων εργαζομένων θυσιάζουν τον ύπνο τους προς όφελος της εργασίας και των προσωπικών υποχρεώσεών τους, ενώ ένας στους δέκα αισθάνεται ότι πρέπει να εργαστεί περισσότερο, ώστε να υπερκαλύψει το χρόνο που αφιερώνει σε προσωπικά ζητήματα, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Οι Έλληνες μάλιστα εμφανίζονται πιο αγχωτικοί σε αυτό το θέμα σε σχέση με τους υπόλοιπου λαούς καθώς, παγκοσμίως, το ποσοστό των εργαζομένων που κοιμούνται λιγότερο απ’ ό,τι επιθυμούν, προκειμένου να αντεπεξέλθουν σε όλες τις υποχρεώσεις τους φτάνει το 29% , σύμφωνα με τα ευρήματα παγκόσμιας έρευνας της εταιρείας Regus, που πραγματοποιήθηκε σε 90 χώρες, σε 24.000 επιχειρηματικά στελέχη.
Οι εργαζόμενοι επισημαίνουν επίσης ότι ο συντομότερος χρόνος μετακίνησης (30%) και η μεγαλύτερη ευελιξία ως προς την τοποθεσία της εργασίας (23%) θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν περισσότερο χρόνο, ώστε να τον αφιερώσουν στην οικογένειά τους ή σε περισσότερες ώρες ύπνου. Παράλληλα, οι επιχειρήσεις μπορούν επίσης να επωφεληθούν από την αυξημένη ευελιξία, καθώς θεωρείται ότι αυξάνει την παραγωγικότητα (63%) και συμβάλλει στη διατήρηση του προσωπικού (64%).
“Η έλλειψη ύπνου είναι σαφώς επιζήμια για την υγεία και την καλή διάθεση των εργαζομένων, ενώ σε συνδυασμό με τις αυξημένες ώρες εργασίας συνδέεται στενά με τις καρδιακές παθήσεις” δήλωσε η Κατερίνα Μάνου, εκπρόσωπος της εταιρείας Regus στην Ελλάδα, προσθέτοντας ότι σύμφωνα με την έρευνα, η δυνατότητα των εργαζομένων να εργάζονται πιο κοντά στην κατοικία τους σε επαγγελματικά και πλήρως αποδοτικά περιβάλλοντα μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στην οικογενειακή ζωή, ενώ προσφέρει στους εργαζομένους λίγο περισσότερο χρόνο ύπνου κάθε πρωί.
Ωστόσο, παρά τα εμφανή πλεονεκτήματα που μπορούν να επιφέρουν οι ευέλικτες πρακτικές εργασίας, τόσο στους εργαζομένους όσο και στις εταιρείες, “υπάρχουν προφανώς αρκετά περιθώρια βελτίωσης, καθώς σχεδόν το 50% των ελληνικών επιχειρήσεων δεν αναγνωρίζουν και δεν επιβραβεύουν τους διευθυντές για την ενθάρρυνση προς τους υπαλλήλους να εφαρμόζουν ευέλικτες πρακτικές εργασίας” καταλήγει η κ. Μάνου.