Δύο νέες μελέτες αμφισβητούν ότι τα αντικαταθλιπτικά στην εγκυμοσύνη αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης αυτισμού στο παιδί
Μόλις πριν από δύο μέρες μια γαλλο-ιταλική επιστημονική μελέτη (μετα-ανάλυση) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η λήψη αντικαταθλιπτικών από μια γυναίκα λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο το παιδί της να εμφανίσει τη διαταραχή του φάσματος του αυτισμού, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Τώρα, δύο νέες μελέτες στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «JAMA» (Journal of American Medical Association), μία καναδική και μία αμερικανο-σουηδική, έφθασαν στο συμπέρασμα ότι η χρήση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων στην αρχική φάση της εγκυμοσύνης δεν αυξάνει ή αυξάνει μόνο ελαφρώς τον κίνδυνο αυτισμού. Μετά και τις νέες μελέτες, η επιστημονική κοινότητα εμφανίζεται μάλλον αβέβαιη και διχασμένη πάνω στο ζήτημα.
Στην πρώτη έρευνα, οι ερευνητές, με επικεφαλής την ψυχίατρο Σιμόν Βιγκόντ του Νοσοκομείου Women's College του Τορόντο, μελέτησαν σχεδόν 36.000 γεννήσεις από γυναίκες με μέση ηλικία 27 ετών. Στο 8% των κυήσεων τα έμβρυα είχαν εκτεθεί σε χρήση αντικαταθλιπτικών από τις μητέρες και από αυτά το 2% των παιδιών που γεννήθηκαν, διαγνώσθηκαν με αυτισμό έως την ηλικία των πέντε ετών.
Οι επιστήμονες βρήκαν ότι η χρήση αντικαταθλιπτικών φαίνεται να αυξάνει ελαφρώς τον κίνδυνο γέννησης αυτιστικού παιδιού, αλλά η συσχέτιση δεν είναι στατιστικά σημαντική, αν ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες κινδύνου που μπορούν να επηρεάσουν το έμβρυο, όπως γενετικοί (κληρονομική προδιάθεση) και οικογενειακοί-περιβαλλοντικοί (έγκυος καπνίστρια, που πίνει αλκοόλ, τρώει ανθυγιεινά, δεν κοιμάται καλά κ.ά.).
«Μολονότι μια σχέση αιτίου-αιτιατού δεν μπορεί να αποκλεισθεί, η σχέση που είχε παρατηρηθεί στο παρελθόν (σ.σ. μεταξύ αντικαταθλιπτικών και αυτισμού) μπορεί να εξηγηθεί με άλλους παράγοντες», σύμφωνα με τους Καναδούς επιστήμονες.
Στη δεύτερη μελέτη, οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα και του ιατρικού Ινστιτούτου Καρολίνσκα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, με επικεφαλής τον καθηγητή αναπτυξιακής ψυχοπαθολογίας Μπράιαν Ντ'Ονόφριο του Τμήματος Ψυχολογικών και Εγκεφαλικών Επιστημών του πρώτου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση ανέλυσαν στοιχεία για όλους τους τοκετούς στη Σουηδία μεταξύ 1996-2012, συνολικά πάνω από 1,58 εκατομμύρια παιδιά, εκ των οποίων το 1,4% είχαν γεννηθεί από μητέρες που έκαναν χρήση αντικαταθλιπτικών στο πρώτο τρίμηνο της κύησης.
Η μελέτη δεν βρήκε ιδιαίτερη συσχέτιση ανάμεσα στη χρήση αντικαταθλιπτικών από τις εγκύους κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης και στην αύξηση του κινδύνου για τη γέννηση παιδιού με διαταραχή αυτισμού ή διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ).
Διαπιστώθηκε πάντως μια ελαφρώς μεγαλύτερη πιθανότητα για πρόωρο τοκετό. Ο κίνδυνος να γεννηθεί πρόωρα ένα παιδί, είναι 1,3 φορές μεγαλύτερος, αν έχει εκτεθεί στη μήτρα στα αντικαταθλιπτικά που έπαιρνε η μητέρα του.
«Η εξισορρόπηση των κινδύνων και των ωφελειών της χρήσης αντικαταθλιπτικών στη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι μια υπερβολικά δύσκολη απόφαση, που κάθε γυναίκα θα πρέπει να πάρει σε συνεργασία με το γιατρό της. Πάντως η μελέτη μας δείχνει ότι η χρήση αυτών των φαρμάκων κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να είναι ασφαλέστερη από ό,τι είχε προηγουμένως θεωρηθεί», δήλωσε ο Ντ'Ονόφριο.
Το 82% των αντικαταθλιπτικών που εξετάσθηκαν στη μελέτη, ανήκαν στην κατηγορία των εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SRRI), όπως τα ευρέως συνταγογραφούμενα Prozac, Zoloft και Celexa. Η κατάθλιψη στην εγκυμοσύνη μπορεί να αποβεί επικίνδυνη τόσο για την έγκυο όσο και για το μωρό, το οποίο κινδυνεύει να γεννηθεί πρόωρα ή με πολύ μικρό βάρος.