Πρόκειται για την πρώτη άμεση σύγκριση των διαγνωστικών ικανοτήτων επαγγελματιών ανθρώπων και μηχανών
Οι μηχανές παίζουν ωραίο σκάκι (καλύτερο και από τους ανθρώπους) ή γράφουν ωραία μουσική, πόσο καλά όμως μπορούν να κάνουν τους γιατρούς; Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τα «έξυπνα» κινητά τηλέφωνα, χάρη στην ολοένα πιο εξελιγμένη τεχνητή νοημοσύνη των ιατρικών εφαρμογών τους, βελτιώνονται σταδιακά στις αυτόματες ιατρικές διαγνώσεις, όχι όμως ακόμη σε βαθμό που να ξεπερνούν τους γιατρούς.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, η οποία συνέκρινε την απόδοση 234 γιατρών με εκείνη 23 προγραμμάτων λογισμικού και εφαρμογών (apps). Η σύγκριση στην ακρίβεια των διαγνώσεων έγινε σε 45 κλινικές περιπτώσεις, που αφορούσαν τόσο συνηθισμένες, όσο και σπάνιες ασθένειες, είτε σοβαρές, είτε ελαφριές.
Πρόκειται για την πρώτη άμεση σύγκριση των διαγνωστικών ικανοτήτων επαγγελματιών ανθρώπων και μηχανών.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Ατέεβ Μεχρότρα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό "JAMA Internal Medicine", διαπίστωσαν ότι οι γιατροί κάνουν υπερδιπλάσιες σωστές διαγνώσεις σε σχέση με τις μηχανές και τους αλγόριθμούς τους.
Συνήθως οι ασθενείς χρησιμοποιούν εφαρμογές στο διαδίκτυο ή στο κινητό τους, όπου μπορούν να δηλώσουν τα συμπτώματά τους. Στη συνέχεια ο ψηφιακός «γιατρός» κάνει τη διάγνωσή του - στην ουσία ο ασθενής κάνει αυτοδιάγνωση με τη βοήθεια της «έξυπνης» μηχανής.
Όμως ενώ οι κανονικοί γιατροί εκτιμάται ότι κάνουν λάθη περίπου στο 10% έως 15% των περιπτώσεων, όσον αφορά τη σωστή και έγκαιρη διάγνωση μιας ασθένειας, οι ψηφιακές εφαρμογές έχουν υπερδιπλάσιο ποσοστό αποτυχίας.
Στη συγκριτική μελέτη, οι γιατροί κλήθηκαν να κάνουν μια αρχική πιθανότερη διάγνωση για καθένα από τα 45 περιστατικά και έπειτα να κάνουν δύο ακόμη πρόσθετες πιθανές διαγνώσεις, σε περίπτωση που η πρώτη ήταν λανθασμένη.
Όπως αποδείχθηκε, η πρώτη διάγνωση των γιατρών ήταν σωστή σε ποσοστό 72% έναντι μόνο 34% της διαδικτυακής εφαρμογής. Αν ληφθούν υπόψη οι τρεις πιθανότερες διαγνώσεις, το ποσοστό σωστής διάγνωσης των γιατρών ήταν 84%, ενώ των μηχανών 51%.
Η «ψαλίδα» μεταξύ ανθρώπου-μηχανής ήταν πιο μεγάλη όσο πιο σοβαρή και πιο σπάνια ήταν μια πάθηση. Για τις κοινές και λιγότερες σοβαρές παθήσεις, οι επιδόσεις γιατρών και υπολογιστικών εφαρμογών είχαν μικρότερη διαφορά.
«Αν και τα προγράμματα των υπολογιστών ήσαν σαφώς κατώτερα από τους γιατρούς από άποψη διαγνωστικής ακρίβειας, θα είναι κρίσιμης σημασίας να δούμε κατά πόσο οι μελλοντικές γενιές τέτοιων υπολογιστικών προγραμμάτων θα γίνουν πιο ακριβείς», δήλωσε ο Μεχρότρα και επεσήμανε ότι, παρά την ανωτερότητά τους, οι γιατροί δεν παύουν να κάνουν λάθη περίπου στο 15% των διαγνώσεων, δηλαδή σχεδόν σε μία στις επτά περιπτώσεις - ένα ποσοστό καθόλου αμελητέο.
Συνεπώς υπάρχει πεδίο δόξης λαμπρό για τις μηχανές, ώστε να γίνουν καλύτερες και από τους γιατρούς στο μέλλον. Προς το παρόν, η σωστή διάγνωση από τους γιατρούς είναι ένα μίγμα επιστημονικής επάρκειας, εμπειρίας και «τέχνης» (ή διαίσθησης).