Για τις γυναίκες κάτω των 40 ετών, ο κίνδυνος είναι ακόμη μεγαλύτερος, συγκεκριμένα τριπλάσιος για στένωση αρτηριών, έμφραγμα ή στηθάγχη
Οι γυναίκες με ενδομητρίωση, ιδίως όσες είναι έως 40 ετών, αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο για καρδιοπάθεια, σύμφωνα με μια νέα μεγάλη αμερικανική επιστημονική έρευνα. Ουσιαστικά είναι η πρώτη μελέτη που θεμελιώνει τη σχέση ανάμεσα στην ενδομητρίωση και στη στεφανιαία νόσο.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη Φαν Μου της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Νοσοκομείου Brigham and Women της Βοστώνης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Circulation: Cardiovascular Quality and Outcome" της Αμερικανικής Καρδιολογικής Ένωσης, ανέλυσαν στοιχεία για περίπου 11.900 γυναίκες με χειρουργικά διαγνωσμένη ενδομητρίωση.
Στη διάρκεια 20 ετών που διήρκεσε η μελέτη, διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες με ενδομητρίωση έχουν 1,4 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να χρειασθούν επέμβαση για άνοιγμα μπλοκαρισμένων αρτηριών, 1,5 φορές για έμφραγμα και 1,9 φορές για εκδήλωση στηθάγχης, σε σχέση με τις γυναίκες χωρίς ενδομητρίωση.
Για τις γυναίκες κάτω των 40 ετών, ο κίνδυνος είναι ακόμη μεγαλύτερος, συγκεκριμένα τριπλάσιος για στένωση αρτηριών, έμφραγμα ή στηθάγχη, σε σχέση με τις συνομήλικές τους χωρίς ενδομητρίωση.
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι η χειρουργική θεραπεία της ενδομητρίωσης (η αφαίρεση της μήτρας ή των ωοθηκών) μπορεί εν μέρει να ευθύνεται για τον αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Η -λόγω της χειρουργικής επέμβασης- πρόκληση πρόωρης εμμηνόπαυσης μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο για την καρδιά.
Σε 6% έως 10% εκτιμάται το ποσοστό των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας που έχουν ενδομητρίωση, όμως ο ακριβής αριθμός είναι άγνωστος, καθώς η βέβαιη διάγνωση μπορεί να γίνει μόνο με χειρουργική επέμβαση. Πολλές γυναίκες δεν αντιλαμβάνονται πως ορισμένα συμπτώματά τους οφείλονται στην εν λόγω πάθηση.
Πρόοκειται για μια χρόνια -όχι θανατηφόρα, ούτε μεταδοτική- πάθηση κατά την οποία ιστός από το ενδομήτριο (το εσωτερικό της μήτρας) αναπτύσσεται σε άλλες περιοχές έξω από τη μήτρα, όπως στο περιτόναιο, στις ωοθήκες, στις σάλπιγγες, στην ουροδόχο κύστη και, πιο σπάνια, στο έντερο, στους πνεύμονες ή στα νεφρά. Τα κύρια συμπτώματα είναι πόνος στην κοιλιά ή στη λεκάνη κατά τη διάρκεια της περιόδου και της σεξουαλικής επαφής, καθώς επίσης έντονη αιμορραγία και επώδυνη ούρηση κατά την περίοδο.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, πάνω από 176 εκατομμύρια γυναίκες σε όλο τον κόσμο πάσχουν από τη νόσο. Ο μέσος όρος εμφάνισής της είναι στην ηλικία των 27 ετών, αλλά οι περισσότερες γυναίκες μαθαίνουν με καθυστέρηση τριών έως πέντε ετών ότι πάσχουν από ενδομητρίωση, καθώς η πάθηση δεν παρουσιάζει πάντα συμπτώματα ή αυτά δεν έχουν σαφή αιτιολόγηση.