Σε οποιοδήποτε μέρος της Γης και αν γεννηθούν, από οποιασδήποτε εθνικότητας γονείς, τα μωρά που γεννιούνται, από υγιείς μητέρες, που έχουν εξίσου υγιεινή διατροφή και επαρκή μόρφωση, είναι εντυπωσιακά όμοιου μεγέθους! Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας μεγάλης διεθνούς επιστημονικής έρευνας. Η έρευνα αποδεικνύει ότι η κακή υγεία και διατροφή της μητέρας ευθύνεται κυρίως για τις περισσότερες διαφορές, που σήμερα παρατηρούνται παγκοσμίως στο βάρος και στο ύψος των μωρών μετά τον τοκετό.
Οι ερευνητές, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό "The Lancet Diabetes and Endocrinology", διαπίστωσαν ότι το μέσο ύψος των νεογέννητων παγκοσμίως είναι σχεδόν μισό μέτρο (49,4 εκατοστά, συν/πλην 1,9 εκατοστά).
Η έρευνα, με την ονομασία INTERGROWTH-21st, που χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα του Μπιλ Γκέιτς (Microsoft), επιβεβαίωσε ότι παγκοσμίως παρατηρούνται μεγάλες διαφορές στο μέγεθος των μωρών που γεννιούνται, πράγμα με σημαντικές επιπτώσεις για την μελλοντική υγεία τους, καθώς όσο πιο λιποβαρές είναι ένα νεογέννητο, τόσο πιο ευάλωτο είναι σε διάφορες παθήσεις, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα (διαβήτης, αρτηριακή πίεση, καρδιαγγειακές παθήσεις κ.α.).
Σημαντικοί παράγοντες που οδηγούν σε μικρόσωμα μωρά, είναι -πέρα από την κακή διατροφή και υγεία της μητέρας- οι επιπλοκές της εγκυμοσύνης, το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ από τη μητέρα, η σωματικά κοπιαστική εργασία της κατά την εγκυμοσύνη και ο πρόωρος τοκετός. Το αντίστροφο του υποσιτισμού, η παχυσαρκία, επίσης μπορεί να οδηγήσει στο αντίστροφο πρόβλημα, στη γέννηση υπερβολικά παχουλών μωρών.
Στο παρελθόν είχε υποστηριχθεί ότι η φυλή και η εθνικότητα παίζουν μεγάλο ρόλο στις διαφορές μεγέθους των νεογέννητων στις διάφορες χώρες του πλανήτη. Όμως η νέα μελέτη δείχνει ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, καθώς αυτό που μετρά περισσότερο, είναι το επίπεδο υγείας, διατροφής και μόρφωσης της μητέρας, αλλά και το επίπεδο των ιατρικών υπηρεσιών κατά τον τοκετό. Όταν όλοι αυτοί οι παράγοντες πληρούνται, τότε τα νεογέννητα μοιάζουν πολύ μεταξύ τους σε βάρος και ύψος, άσχετα με το πού γεννήθηκαν, τι χρώμα έχει το δέρμα τους ή τι γλώσσα μιλάνε οι γονείς τους.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι το πολύ το 4% των διαφορών μεγέθους μεταξύ των μωρών διεθνώς μπορεί να αποδοθεί σε διαφορές φυλετικές κ.α. Υπολογίζεται εξάλλου ότι πάνω από το ένα τέταρτο (27%) των μωρών που γεννιούνται παγκοσμίως, προέρχονται από γονείς που υποσιτίζονται.