Γιατί κορυφαίοι Έλληνες ερευνητές δεν αξιοποιούνται στην Ελλάδα

Την άποψη, που έχουμε οι περισσότεροι, ότι στη χώρα μας δεν γίνεται έρευνα, καταρρίπτει ένας ερευνητής. Ο Απόστολος Παπαλόης, Διευθυντής του Ερευνητικού - Πειραματικού Κέντρου της φαρμακευτικής εταιρείας ELPEN, εκτιμά ότι στη χώρα μας αυτή τη στιγμή υπάρχουν 50.000 ερευνητές όλων των ειδικοτήτων, οι οποίοι όμως δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό δεν μπορούν πάντα να έχουν τις καλύτερες προοπτικές, καθώς η συνεργασία σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα δεν είναι η ιδανική όσον αφορά στην έρευνα. Η έρευνα, όπως αποδεικνύεται σύμφωνα με τους ερευνητές, δεν είναι πολυτέλεια, αλλά προστιθέμενη αξία.

Όπως εξηγεί ο κ. Παπαλόης, δεν είναι υπερβολή να πει κάποιος ότι σε όποιο εργαστήρι του εξωτερικού και να πάει θα βρει σίγουρα έναν Έλληνα ερευνητή. Την ίδια ώρα που υπάρχουν “μυαλά” στη χώρα μας, που δεν αξιοποιούνται.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ ΜΙΧΑΛΗ ΚΕΦΑΛΟΓΙΑΝΝΗ

- Είστε ένας από τους χιλιάδες Έλληνες ερευνητές, και λέω χιλιάδες γιατί έχει περάσει στην κοινή γνώμη η αίσθηση ότι στην χώρα μας δεν γίνεται έρευνα. Πόσο αληθές είναι αυτό;

Σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης, η χώρα έχει περίπου 50.000 ερευνητές όλων των ειδικοτήτων. Εξ΄ αυτών, μόνιμης απασχόλησης, θεωρούνται οι 30.000. Ο αριθμός αυτός κατανέμεται με 14.000 ερευνητές στα ελληνικά Α.Ε.Ι., 11.000 στον ιδιωτικό τομέα και 5.000 στα δημόσια ερευνητικά ιδρύματα. Κι όλα αυτά χωρίς να λάβουμε υπ΄όψιν μας το ελληνικό ερευνητικό δυναμικό που εργάζεται στο εξωτερικό.

 Έρευνα στην Ελλάδα γίνεται και μάλιστα σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς. Τόσο στον δικό μας τομέα, την βιοϊατρική έρευνα, όσο και σε πολλούς άλλους (μηχανική, υλικά, κοινωνικές επιστήμες, πολιτικές επιστήμες κ.ά.). Εκείνο όμως που συναντά κανείς ως κοινό χαρακτηριστικό είναι η έλλειψη κοινής οργάνωσης, ομαδικότητας και καλής κατανομής των πόρων μας (ανθρώπινου δυναμικού και οικονομικών πόρων). Συναντούμε μόνον καλούς ερευνητές και καλούς πυρήνες. Όχι όμως δίκτυα. Λείπει διαχρονικά, η καλή ενορχήστρωση. Αποτέλεσμα αυτού είναι η κοινή γνώμη, σε συνδυασμό με την ανεργία, να εισπράττει ως εικόνα την έλλειψη ερευνητικής δραστηριότητας στην Ελλάδα. Ωστόσο η διεθνής παρουσία της χώρας μας σε επίπεδο δημοσιεύσεων και παρουσιάσεων σε διεθνή συνέδρια, είναι, αναλογικά με το μέγεθός της, εντυπωσιακή.

- Η έρευνα στην Ελλάδα έχει στεγανά; Κατανοώ ότι είναι πιο εύκολο να γίνει στα πλαίσια μιας μεγάλης ελληνικής φαρμακευτικής εταιρείας όπως σε αυτή που εργάζεστε αλλά φαντάζομαι ότι για να είναι αποδοτική θα πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο ενός δικτύου συνεργασιών το ελληνικό δημόσιο και φορείς του εξωτερικού. Συμβαίνει αυτό;

Η πρόσβαση των επιστημόνων σε φορείς και εργαλεία για έρευνα είναι περιορισμένη. Σίγουρα όχι αυτή που θα έπρεπε να είναι. Eιδικά μάλιστα των νέων επιστημόνων, που είναι και το μέλλον μας. Ωστόσο πολύ θετικά βήματα έχουν γίνει την τελευταία δεκαετία με την λειτουργία των μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών, επιπέδου masters.

Τα προγράμματα αυτά χρηματοδοτήθηκαν από την έναρξή τους και μέχρι πρόσφατα από την Ε.Ε. Είναι πλέον αυτοχρηματοδοτούμενα. Ο ιδιωτικός τομέας προσφέρει χωρίς αμφιβολία το συγκριτικό πλεονέκτημα της ευελιξίας και της ταχύτητας των αποφάσεων. Από την εμπειρία μου όμως 25 ετών, σας μεταφέρω το ασφαλές συμπέρασμα ότι η συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, δίνει τα καλύτερα αποτελέσματα. Άξιοι άνθρωποι βρίσκονται παντού. Σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.

Eνωμένοι και συνεργαζόμενοι είναι ισχυρότεροι. Με το όραμα και την ορμή που είχαμε ως εργαστήριο, ξεπεράσαμε πολλά εμπόδια. Οι ρόλοι δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, είναι διακριτοί. Δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι στην νοοτροπία ετών που ανθίσταται στην συνεργασία τους. Περισσότερες από 300 διδακτορικές διατριβές και masters εκπονήθηκαν από το δικό μας κέντρο, στα σχεδόν 20 έτη λειτουργίας του.

- Πολλοί θεωρούν ότι ή έρευνα είναι πολυτέλεια για την Ελλάδα ενώ κάποιοι άλλοι ότι θα μπορούσε να είναι οι σημαντικότερος μοχλός ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια. Πού βρίσκεται η πραγματικότητα και που η υπερβολή στην άποψη αυτή;

O λόγος για τον οποίο η έρευνα χαρακτηρίζεται ως μια πολυτέλεια είναι γιατί θεωρητικά δεν δίνει άμεσα αποτελέσματα προς χρήση. Eπομένως όταν προτεραιότητα έχουν άλλες άμεσες ανάγκες, η έρευνα έρχεται πιο πέρα και από δεύτερη. Κατ΄ αρχήν λογικό. Ωστόσο για μια χώρα όπως η δική μας, που συγκαταλέγεται μεταξύ των μελών της Ε.Ε. και άρα ανήκει σ΄ αυτές με τις καλύτερες προϋποθέσεις διεθνώς (κι έτσι είναι) η αντίληψη αυτή είναι μίζερη και παρωχημένη. Πώς θα έρθει η πρόοδος χωρίς έρευνα ; Το ελληνικό ερευνητικό δυναμικό, διαθέτει ανθρώπους ικανούς ακόμα και να διοικήσουν την Ελλάδα.

Πολυτέλεια είναι κάτι το οποίο καταναλώνεται χωρίς επιστροφή οποιοδήποτε οφέλους. Αν όμως για παράδειγμα, ένα πρόγραμμα για ανάπτυξη και δοκιμή νέων μορίων – φαρμάκων φέρει σε επαφή μεγάλα ερευνητικά εργαστήρια του εξωτερικού (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) με αντίστοιχα ελληνικά, πόσοι άνθρωποι θα εργαστούν σε αυτό το πρόγραμμα ; Πόσοι θα εκπαιδευτούν και θα μεταφέρουν αυτήν την τεχνογνωσία αλλού ; Πόσοι θα ωφεληθούν από τον κύκλο των εργασιών που θα ξεκινήσει ; Πόσα κοινά συμβόλαια με το εξωτερικό θα γίνουν για κοινές δράσεις, επιστημονικές, εμπορικές κ.ά. Η απάντηση σ΄ όλα, είναι πολλοί και πολλά. Η σοβαρή και διεθνοποιημένη έρευνα, πάντα φέρνει αποτελέσματα. Σε δύο επίπεδα. Τόσο σ΄ επίπεδο προϊόντων προς χρήση όσο και - αυτό είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντικό με το πρώτο – ως προστιθέμενη αξία. Η Ελλάδα ως μέλος της Ε.Ε., με την προνομιακή της γεωγραφική θέση και με το στελεχιακό δυναμικό που διαθέτει, μπορεί να γίνει πηγή έρευνας και όχι παρατηρητής της.

Επίσης βασικός τομέας έρευνας, με άμεση δυνατότητα αξιοποίησής του, είναι η κλινική έρευνα. Και εκεί, ως χώρα, έχουμε τη δυνατότητα να γίνουμε ισχυροί.

Διαβάστε ακόμα: Αφιέρωμα : Η καινοτομία και η ιατρική έρευνα στην Ελλάδα

- Μπορείτε να μου εξηγήσετε με όσο γίνεται πιο απλό τρόπο τί υπηρεσίες καλείστε να προσφέρετε ως ερευνητικό εργαστήριο σε πελάτες σας από την Ελλάδα και το εξωτερικό;

Το Ερευνητικό – Πειραματικό Κέντρο της ELPEN είναι εργαστήριο εφαρμοσμένης και μεταφραστικής έρευνας και μάλιστα το μεγαλύτερο στη χώρα μας βάσει των επίσημων στατιστικών. Αυτό σημαίνει ότι με τη χρήση ζωϊκών προτύπων, δοκιμάζουμε και ελέγχουμε την ασφάλεια, την αποτελεσματικότητα και τις ενδείξεις χρήσης για μια σειρά από νέες εφαρμογές, πριν δοθεί η έγκριση για κλινική εφαρμογή. Για την ακρίβεια η έγκριση αυτή, εξαρτάται πλήρως από τα πειραματικά αποτελέσματα. Τέτοιου είδους εφαρμογές είναι χημικά μόρια για φαρμακευτική χρήση, τα βιοϋλικά για ιατρικές εφαρμογές και η νέα ιατρική τεχνολογία. Παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης είναι χημικές ουσίες με ισχυρή αντιοξειδωτική δράση για την προστασία ζωτικών οργάνων του σώματός μας σε περίπτωση ισχαιμίας ή σοβαρής αιμορραγίας (τραυματισμός, χειρουργικά προκαλούμενη ισχαιμία, εγκεφαλικά κ.ά.). Στην δεύτερη περίπτωση ανήκουν υλικά που κατασκευάζονται από αντίστοιχες επιστημονικές ειδικότητες (Πολυτεχνικές, Επιστήμης των Υλικών, Χημικούς, κ.ά.) σε συνεργασίες με τις βιοϊατρικές ειδικότητες και που βρίσκουν εφαρμογές στην κλινική πράξη (βιοτεχνητό νεύρο, βιοτεχνητό ήπαρ, πλέγματα κλπ). Στην τρίτη κατηγορία ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συνεργασία μας με το Imperial College και την ομάδα του Καθηγητή M. Yacoub, για την κλινική χρήση μιας εξαιρετικά μικρής συσκευής, η οποία εμφυτεύεται σε ασθενείς με σοβαρά καρδιαγγειακά προβλήματα και μπορεί να μας δίνει αν πάσα στιγμή πληροφορίες όπως η πίεση και η ροή του αίματος από διαφορετικά σημεία του σώματος. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να τονίσω ότι το Ερευνητικό – Πειραματικό Κέντρο της ELPEN συμμετέχει στα προγράμματα αυτά ως φορέας έρευνας και τα χρηματοδοτεί ως ELPEN, σχεδόν στο 100 % τους ως Ερευνητικές Υποτροφίες ELPEN. Δεν είναι στόχος ούτε τα έσοδα ούτε κάποιο άλλο οικονομικό όφελος. Το Κέντρο ιδρύθηκε ως ο πρώτος φορέας εφαρμοσμένης βιοϊατρικής έρευνας στη χώρα μας, προερχόμενος και χρηματοδοτούμενος πλήρως από την ιδιωτική παραγωγική βιομηχανία, με στόχο να φέρει την καινοτομία και την επιστημονική πρόοδο στη χώρα μας.

- Η διαδικασία της εκπαίδευσης για έναν ερευνητή έχει να κάνει με αυτό που λέμε δια βίου μάθηση. Που και πώς εκπαιδεύονται σήμερα οι ερευνητές στην Ελλάδα και εάν όντως ισχύει αυτό που λέγεται ότι έχουμε καλά μυαλά στην χώρα αυτή αλλά δεν αξιοποιούνται;

Οι Έλληνες ερευνητές εκπαιδεύονται τόσο στα δημόσια όσο και σε ιδιωτικά ερευνητικά ιδρύματα και εργαστήρια. Βεβαίως η κύρια πηγή εκπαίδευσης των Ελλήνων ερευνητών είναι τα δημόσια ερευνητικά ιδρύματα, δηλαδή τα Πανεπιστήμιά μας και τα δημόσια ερευνητικά κέντρα (Ι.Τ.Ε., Επιστημονικά πάρκα, «Φλέμινγκ», «Δημόκριτος», «Pasteur», «Ακαδημία», Ε.Ι.Ε. κλπ), με 3 κυρίους τρόπους. Κατ΄ αρχήν με την συμμετοχή τους σε ερευνητικά προγράμματα σε προπτυχιακό επίπεδο (π.χ. εκπόνηση διπλωματικών εργασιών) είτε και σε μεταπτυχιακό, ως μέλος κάποιας ερευνητικής ομάδας. Οι επόμενες δύο βαθμίδες εκπαίδευσης, είναι μέσω των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, επιπέδου master και η εκπόνηση διδακτορικών διατριβών (PhD). Βεβαίως αρκετοί εργάζονται και ως μεταδιδάκτορες (postdoc researchers).

Η συντριπτική πλειονότητα των παραπάνω ερευνητών έχει εκπαίδευση και σε κέντρα του εξωτερικού (Ευρώπη, Η.Π.Α.) γιατί όλοι τους – και σωστά – το θεωρούν απολύτως αναγκαίο κομμάτι της επιστημονικής τους πορείας. Άλλωστε όπως ήδη ανέφερα ούτε εθνική έρευνα υφίσταται στην εποχή μας ούτε η έρευνα του εργαστηρίου που ανήκει ο καθένας, είναι όλος ο κόσμος. Η εμπειρία του εξωτερικού είναι απολύτως αναγκαία.

Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι σ΄ όποιο εργαστήριο του εξωτερικού κι αν πάει, θα βρει σίγουρα και έναν Έλληνα. Πράγματι υπάρχουν μυαλά στην χώρα μας που δεν αξιοποιούνται. Αυτό οφείλεται σε δύο κυρίως αιτίες. Η πρώτη είναι ότι η έλλειψη ουσιαστικής αξιολόγησης και η δεύτερη η εμμονή στην διατήρηση παλιών και παρωχημένων δομών από πολύ μακρινές εποχές. Π.χ. η δια βίου αξιολόγηση του έργου μας και όχι η αποσπασματική.