Η χώρα μας τα τελευταία χρόνια διέρχεται μέσα από μια βαθιά οικονομική κρίση η οποία, εκτός από τις οικονομικές, επιφέρει και σοβαρές κοινωνικές και υγειονομικές συνέπειες, επηρεάζοντας άμεσα και έμμεσα την κοινωνική ευημερία. Η ύφεση αποδεδειγμένα επηρεάζει τους υγειονομικούς μας δείκτες, καθόσον μια σειρά από παράγοντες που σχετίζονται με την υγεία, καθορίζονται από την κατάσταση της οικονομίας. Παράλληλα, η οικονομική συγκυρία καθορίζει και τη δυνατότητα του συστήματος υγείας να ανταποκριθεί επαρκώς στην αυξημένη ζήτηση για υπηρεσίες υγείας, που προκαλεί η επιδείνωση των υγειονομικών δεικτών και η αύξηση της ζήτησης για υγειονομικές υπηρεσίες και φροντίδα.
Η Ελλάδα προσπαθεί να βγει από τη βαθιά αυτή κρίση και προς αυτή την κατεύθυνση απαιτούνται καινοτόμες προσεγγίσεις. Μία από αυτές και πολύ σημαντική είναι η κλινική έρευνα, η οποία μαζί με τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες, αποτελεί τους βασικούς πυλώνες του συστήματος υγείας στους οποίους μπορεί να στηριχτεί η αναπτυξιακή πολιτική.
Οι κλινικές μελέτες συμβάλουν σημαντικά στην ανακάλυψη και εξέλιξη σημαντικών καινοτομιών και νέων τεχνολογιών στον τομέα της παροχής υπηρεσιών υγείας και της φροντίδας των ασθενών. Οι τεχνολογίες αυτές αφορούν ένα πολύ ευρύ φάσμα που περιλαμβάνει φάρμακα, συσκευές, μηχανήματα, εργαλεία, λογισμικά, ιατρικές παρεμβάσεις, πρωτόκολλα διαχείρισης ασθενών, βέλτιστες οργανωτικές δομές παροχής υπηρεσιών υγείας και άλλα. Υπ’ αυτή την έννοια οι κλινικές μελέτες συμβάλουν σημαντικά στην πρόοδο της ιατρικής επιστήμης και κυρίως στη βελτίωση του προσδόκιμου και της ποιότητας ζωής των ασθενών.
Πέρα από τα πλεονεκτήματα της υγειονομικής ανάπτυξης, η κλινική έρευνα μπορεί να λειτουργήσει και ως καταλύτης οικονομικής ανάπτυξης, ως εθνική επιστημονική προτεραιότητα και οικονομικοκοινωνική επένδυση. Πρόκειται για μια πραγματική εθνική επένδυση που οδηγεί σε μια περισσότερο ανταγωνιστική οικονομία και συμβάλλει σημαντικά στη μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει την εθνική οικονομία από τις μεγάλες εισροές κεφαλαίων. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η κλινική έρευνα είναι σίγουρο ότι θα συμβάλει στην επανεκκίνηση της οικονομίας. Η έρευνα, η καινοτομία και η απασχόληση επιστημόνων αποτελούν "εργαλεία" ανταγωνιστικότητας. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει πόλο έλξης ερευνητικών πρωτοκόλλων, εξασφαλίζοντας νέες θέσεις εργασίας σε εξειδικευμένους τομείς.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η φαρμακευτική βιομηχανία επενδύει περισσότερο από 71 δις € σε έρευνα. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση επενδύονται περίπου 30 δις € σε έρευνα και ανάπτυξη, ενώ το 70% του συγκεκριμένου ποσού αφορά τις κλινικές μελέτες. Η επένδυση σε κλινικές μελέτες είναι μεγαλύτερη από 400 εκατομμύρια € στο Βέλγιο και στην Ουγγαρία και περίπου 5 δισ. ευρώ στη Βρετανία και € 4 δισ. στη Γερμανία.
Η Ελλάδα δαπανά ετησίως 50 έως 100 εκατ. € για τις κλινικές μελέτες. Η επένδυση αυτή είναι δυνατόν να ανέλθει σε 400 εκατ. €, αν η ελληνική νομοθεσία και το κανονιστικό πλαίσιο γίνει πιο ευνοϊκό. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει η κλινική έρευνα να αποτελέσει άξονα κεντρικής πολιτικής, τόσο για το Υπουργείο Υγείας, όσο και για τον ΕΟΦ και το Υπουργείο Ανάπτυξης. Η χώρα μας διαθέτει ό,τι χρειάζεται, από άποψη ακαδημαϊκής κατάρτισης των ερευνητών, εµπειρίας των επιτροπών του ΕΟΦ και της Εθνικής Επιτροπής Δεοντολογίας στην αξιολόγηση, έγκριση και παρακολούθηση των κλινικών µελετών. Οι παράμετροι αυτές διασφαλίζουν άριστο ερευνητικό αποτέλεσμα με μέγιστη προστασία των ασθενών. Πρόκειται για εθνική επένδυση που θα κάνει πιο ανταγωνιστική την οικονομία, θα μειώσει τη φαρμακευτική δαπάνη και θα αυξήσει την απασχόληση.
Στόχος και κοινή επιδίωξη όλων μας θα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός προβλέψιμου, σταθερού, διάφανου, ανταγωνιστικού περιβάλλοντος που εξοικονομεί πόρους, όπου είναι εφικτό, και τους διοχετεύει στο να επιβραβεύει την καινοτομία, την ποιότητα και την ανάπτυξη. Με τον τρόπο αυτό θα είμαστε σε θέση να προσφέρουμε το πιο σημαντικό: καλύτερη ποιότητα ζωής των ασθενών.
Ο κ. Ιωάννης Βλόντζος είναι Αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ).