Ιδίως τις περιπτώσεις που δεν ανταποκρίνονται στα αντικαταθλιπτικά
Τα νέα αντιφλεγμονώδη φάρμακα, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, την ψωρίαση και τη νόσο Κρον, μπορεί στο μέλλον να χρησιμοποιηθούν για να θεραπεύσουν μερικές τουλάχιστον περιπτώσεις κατάθλιψης, ιδίως όσες δεν ανταποκρίνονται στα υπάρχοντα αντικαταθλιπτικά. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μια νέα βρετανική επιστημονική μελέτη, που αναδεικνύει τη σχέση του ανοσοποιητικού συστήματος με τις ψυχικές διαταραχές.
Οι ερευνητές του Τμήματος Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Κέμπριτζ, με επικεφαλής τον δρα Γκόλαμ Καντάκερ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό μοριακής ψυχιατρικής "Molecular Psychiatry", μελέτησαν (μετα-ανάλυση) στοιχεία για 20 κλινικές δοκιμές που αφορούσαν τη χρήση νέων αντιφλεγμονωδών φαρμάκων κατά των κυτοκινών για τη θεραπεία διαφόρων αυτοάνοσων παθήσεων, σε συνολικά πάνω από 5.000 ασθενείς. Διαπιστώθηκε ότι τα εν λόγω φάρμακα έχουν, ως παράπλευρη επίδραση, και μια καθόλου αμελητέα αντικαταθλιπτική δράση, σαφώς μεγαλύτερη σε σχέση με τα ψευδοφάρμακα (πλασίμπο).
Όταν ένας άνθρωπος εκτίθεται σε μια λοίμωξη, π.χ. μια γρίπη ή μια γαστρεντερική μόλυνση, το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς αμύνεται απελευθερώνοντας τις πρωτεΐνες κυτοκίνες, μια διαδικασία που αποτελεί τη λεγόμενη συστημική φλεγμονή. Ακόμη και ένας υγιής άνθρωπος έχει στο σώμα του ορισμένες τέτοιες πρωτεΐνες -γνωστές και ως δείκτες φλεγμονής- που αυξάνονται σημαντικά όταν υπάρξει λοίμωξη. Προηγούμενες μελέτες σε παιδιά έχουν δείξει ότι όσα έχουν αυξημένες κυτοκίνες στο αίμα τους, κινδυνεύουν περισσότερο από κατάθλιψη και ψύχωση όταν μεγαλώσουν.
Η συστημική φλεγμονή μπορεί να εκδηλωθεί επίσης, όταν το ανοσοποιητικό σύστημα στρέφεται κατά του οργανισμού, εκλαμβάνοντας λανθασμένα τα υγιή κύτταρα ως εισβολείς, με συνέπεια την εμφάνιση αυτοάνοσων παθήσεων. Νέα αντιφλεγμονώδη φάρμακα, όπως τα μονοκλωνικά αντισώματα κατά των κυτοκινών και οι αναστολείς κυτοκινών, έχουν αναπτυχθεί πρόσφατα. Ορισμένα ήδη χορηγούνται σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται σε άλλες θεραπείες, ενώ ακόμη περισσότερα δοκιμάζονται σε κλινικές δοκιμές ασφάλειας και αποτελεσματικότητας.
Η νέα μελέτη αξιολόγησε αυτές τις κλινικές δοκιμές και βρήκε ότι τα νέα αντιφλεγμονώδη φάρμακα μετριάζουν τα συμπτώματα της σοβαρής κατάθλιψης, άσχετα με το πόσο αποτελεσματική είναι η αντιφλεγμονώδης δράση τους, π.χ. κατά της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
«Γίνεται πλέον όλο και πιο φανερό ότι η φλεγμονή παίζει ρόλο στην κατάθλιψη, τουλάχιστον σε μερικούς ανθρώπους, όπως δείχνει και η νέα μελέτη μας. Δεν πρόκειται για τα καθημερινά αντιφλεγμονώδη φάρμακα όπως το ibuprofen, αλλά για μια τελείως νέα κατηγορία φαρμάκων» δήλωσε ο Καντάκερ.
Οι ερευνητές διευκρίνισαν πάντως ότι είναι πρόωρο να πουν με σιγουριά πως τα νέα αντιφλεγμονώδη φάρμακα όντως μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο της αντικαταθλιπτικής θεραπείας, ιδίως για τους ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται καλά στα υπάρχοντα αντικαταθλιπτικά φάρμακα και, παράλληλα, εμφανίζουν αυξημένη συστημική φλεγμονή στον οργανισμό τους (κάτι που αφορά περίπου το ένα τρίτο των ασθενών με κατάθλιψη). Όπως είπε ο καθηγητής Πίτερ Τζόουνς, θα χρειαστούν πλέον νέες κλινικές δοκιμές σε ασθενείς που πάσχουν από κατάθλιψη, αλλά όχι από αυτοάνοσες παθήσεις.