Η πλειονότητα των ανθρώπων που παίρνουν αντικαταθλιπτικά δεν έχουν στην πραγματικότητα κατάθλιψη, υποστηρίζει μια νέα μελέτη.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι περισσότερα από τα δύο τρίτα των ανθρώπων που έπαιρναν αντικαταθλιπτικά δεν πληρούσαν τα κριτήρια για μείζονα καταθλιπτική διαταραχή. Επίσης το 38% των ατόμων που λάμβαναν τα φάρμακα δεν πληρούσαν τα κριτήρια για ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, διαταραχή πανικού, κοινωνική φοβία ή διαταραχή γενικευμένου άγχους.
Οι ερευνητές εξέτασαν τους ασθενείς που λάμβαναν εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRI), τα πιο συχνά συνταγογραφούμενα αντικαταθλιπτικά. Τα SSRIs είναι συνήθως η πρώτη επιλογή φάρμακων για την κατάθλιψη και άλλες ψυχιατρικές παθήσεις επειδή έχουν γενικά λιγότερες παρενέργειες από ό, τι τα περισσότερα αντικαταθλιπτικά.
Γράφοντας στην έκθεση, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of Clinical Psychiatry, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «Πολλά άτομα που παίρνουν αντικαταθλιπτικά δεν πληρούν τα κριτήρια για τις ψυχικές διαταραχές». Επισήμαναν ότι η κλινική κατάθλιψη είναι διαφορετική από το προσωρινό συναίσθημα της θλίψης. «Όλοι μας περνάμε περιόδους άγχους και θλίψης. Αυτό δεν μας κάνει ψυχασθενείς και δεν χρήζει φαρμακευτικής αγωγής», τόνισαν.
Στις ΗΠΑ, οι επίσημες οδηγίες λένε ότι για την διάγνωση της κλινικής κατάθλιψης απαιτείται ένα άτομο να έχει πέντε ή περισσότερα καταθλιπτικά συμπτώματα κατά τη διάρκεια μιας περιόδου δύο εβδομάδων, για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας και σχεδόν κάθε μέρα. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν καταθλιπτική διάθεση, απώλεια ενδιαφερόντος ή ευχαρίστησης σε δραστηριότητες, απώλεια βάρους, αύξηση βάρους ή αλλαγές στην όρεξη, αϋπνία ή αυξημένη επιθυμία για ύπνο.
Οι ερευνητές εξέτασαν 1.071 συμμετέχοντες για την αξιολόγηση της χρήσης των αντικαταθλιπτικών. Η μελέτη διαπίστωσε ότι το 38% των χρηστών αντικαταθλιπτικών δεν πληρούσαν τα κριτήρια για ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, διαταραχή πανικού, κοινωνική φοβία ή διαταραχή γενικευμένου άγχους και το 69% δεν πληρούσαν τα κριτήρια για μείζονα καταθλιπτική διαταραχή.