Για παγκόσμια «επιδημία» ψυχικών διαταραχών κάνουν λόγο οι ειδικοί επικαλούμενοι στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Στις μέρες μας ο αριθμός των πασχόντων από κατάθλιψη ξεπερνά παγκοσμίως τα 154 εκατομμύρια ενώ έως το 2020 η κατάθλιψη θα είναι η δεύτερη αιτία θανάτου.
Όσον αφορά στη χώρα μας και σύμφωνα με πανεπιστημιακές έρευνες, λιγότερο από το 50% όσων πάσχουν από κατάθλιψη αναζητούν βοήθεια και προσφεύγουν στη στήριξη ιατρού. Εξάλλου ένα ποσοστό 10 έως 12% του συνόλου του πληθυσμού όλων των ηλικιών πάσχει από ψυχικές ασθένειες. Τα στοιχεία αυτά ανακοινώθηκαν από το Τμήμα Πρόληψης και Προαγωγής Υγείας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας (10 Οκτωβρίου).
Το θέμα της φετινής Παγκόσμιας Ημέρας Ψυχικής Υγείας είναι "Ζώντας με τη σχιζοφρένεια». Η σχιζοφρένεια είναι μια σοβαρή μορφή της ψυχικής ασθένειας που επηρεάζει περίπου 7 τοις χιλίοις του πληθυσμού των ενηλίκων, κυρίως στην ηλικιακή ομάδα 15-35 ετών. Αν και η συχνότητα εμφάνισης είναι χαμηλή, ο επιπολασμός είναι υψηλός λόγω της χρονιότητας. Είναι μια σοβαρή ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από βαθιές διαταραχές στον τρόπο σκέψης, οι οποίες επηρεάζουν τη γλώσσα, την αντίληψη και την αίσθηση του εαυτού. Τα στοιχεία που δίνει ο Π.Ο.Υ. είναι τα εξής:
• Η σχιζοφρένεια επηρεάζει περίπου 24 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.
• Είναι μια θεραπεύσιμη διαταραχή. Η θεραπεία είναι πιο αποτελεσματική στα αρχικά της στάδια.
• Περισσότερο από το 50% των ατόμων με σχιζοφρένεια δε λαμβάνουν την κατάλληλη φροντίδα.
• 90% των ατόμων με σχιζοφρένεια που μένουν χωρίς θεραπεία κατοικούν στις αναπτυσσόμενες χώρες.
• Η φροντίδα των ατόμων με σχιζοφρένεια σε κοινοτικό επίπεδο παρέχεται με την ενεργό συμμετοχή της οικογένειας και της κοινότητας.
Υπάρχουν διαθέσιμες αποτελεσματικές παρεμβάσεις (φαρμακολογικές και ψυχοκοινωνικές). Ωστόσο, η πλειονότητα των ατόμων με χρόνια σχιζοφρένεια δεν λαμβάνει θεραπεία και αυτό συμβάλλει στη χρονιότητα της νόσου. Οι κοινωνικές επιπτώσεις της σχιζοφρένειας είναι σοβαρές και εκτείνονται σε μεγάλο βάθος χρόνου. Η αντιμετώπισή της έχει οικονομικό κόστος, όμως ακόμη μεγαλύτερο κόστος έχει η μη αντιμετώπισή της. Το ίδιο ισχύει και για τις προληπτικές παρεμβάσεις που ασφαλώς στοιχίζουν λιγότερο από τη θεραπεία και την αποκατάσταση.