Δεν είναι λίγες οι έρευνες, που υποστηρίζουν ότι η προσευχή μπορεί να βοηθά στην ανακούφιση των ανησυχιών ενός ατόμου, όμως μόνο εφόσον το άτομο έχει ένα ισχυρό δεσμό με το Θεό.
Όπως αναφέρει ένα άρθρο, που υπογράφει η Olga Khazan για το The Atlantic, η προσευχή μπορεί μερικές φορές να βοηθά και άλλες να πληγώνει τους ανθρώπους.
Προηγούμενες μελέτες, που έχουν γίνει στο παρελθόν, γύρω από τα οφέλη της προσευχής στην ψυχική υγεία, έχουν καταλήξει σε μικτά συμπεράσματα.
Ορισμένες μελέτες αναφέρουν, ότι όσοι προσεύχονται περισσότερο νιώθουν μεγαλύτερη ικανοποίηση και χαρά, άλλες έχουν βρει ότι η προσευχή δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την ευημερία του ατόμου, ενώ κάποιες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει αρνητική σχέση μεταξύ αυτών των δύο.
Μια νέα έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο Sociology of Religion, υποδηλώνει ότι η προσευχή μπορεί να ανακουφίζει από το άγχος που μπορεί να αισθάνεται κανείς, ωστόσο το κατά πόσο το καταφέρνει εξαρτάται από τη σχέση του ατόμου με το Θεό και την «προσωπικότητα» του Θεού στον οποίο πιστεύει.
Με άλλα λόγια, η ανακούφιση από το άγχος και τις εσωτερικές ανησυχίες εξαρτάται από το αν το άτομο θεωρεί το Θεό, στον οποίο πιστεύει, ως σκληρό κι εκδικητικό ή περισσότερο φιλικό. Στην πρώτη περίπτωση η προσευχή μπορεί να προκαλέσει περισσότερο άγχος.
«Για πολλούς, ο Θεός αποτελεί πηγή παρηγοριάς, ανακούφισης και δύναμης, κάνοντάς τους να πιστεύουν ότι ο κόσμος στον οποίο ζουν είναι λιγότερο απειλητικός κι επικίνδυνος» εξήγησε ο επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Baylor, Matt Bradshaw.
«Άλλοι όμως, σχηματίζουν μια περισσότερο ανασφαλή σχέση με το Θεό, που σημαίνει ότι δεν πιστεύουν απαραίτητα ότι ο Θεός θα είναι εκεί, όταν τον χρειαστούν. Γι’ αυτούς, η προσευχή μοιάζει περισσότερο με μια αποτυχημένη προσπάθεια να καλλιεργήσουν και να διατηρήσουν μια στενή σχέση με το Θεό» πρόσθεσε.
Για τις ανάγκες της μελέτης του, ο καθηγητής και η ερευνητική του ομάδα ανέλυσαν τις απαντήσεις 1.714 εθελοντών, οι οποίοι το 2010 συμμετείχαν σε μια έρευνα γύρω από τη θρησκεία.
Βρήκαν, ότι αυτοί που προσεύχονταν πιο συχνά, ένιωθαν μια «ασφαλή σχέση με το Θεό». Όσοι, όμως, έβλεπαν το Θεό ως απόμακρο κι αδιάφορο είχαν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν σημάδια άγχους και αγχώδους διαταραχής.
Το συμπέρασμα αυτό φαίνεται να ταιριάζει με μια προηγούμενη μελέτη, που παρουσιάστηκε τον περασμένο Απρίλη στο περιοδικό Journal of Religion & Health
σύμφωνα με την οποία όσοι πιστεύουν ότι ο Θεός τους είναι κακόβουλος, έχουν περισσότερες πιθανότητες να υποφέρουν από άγχος, παράνοια και καταναγκασμούς.
Ο καθηγητής ψυχιατρικής του πανεπιστημίου Duke, Robert Koenig, δίνει μία ακόμη εξήγηση. «Υποψιάζομαι ότι οι άνθρωποι που υποφέρουν από συναισθηματικής φύσης προβλήματα, βλέπουν όλον τον κόσμο γύρω τους υπό ένα αρνητικό πρίσμα και συχνά αισθάνονται την ανάγκη να ρίξουν την ευθύνη σε κάποιον άλλο. Πολύ συχνά ο Θεός γίνεται ο δικός τους στόχος» είπε στη Huffington Post.