Μια νέα φινλανδική μελέτη έδειξε ότι οι επιπτώσεις του παθητικού καπνίσματος στα παιδιά δεν περιορίζονται μόνο στην αναπνευστική ή αναπτυξιακή υγεία, αλλά επεκτείνονται και στην καρδιαγγειακή υγεία αργότερα στην ενήλικη ζωή τους.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν κατεψυγμένα δείγματα αίματος από περισσότερα από 1.000 παιδιά ηλικίας τριών έως 18 ετών που συλλέχθηκαν το 1980, μαζί με μια έκθεση σχετική με το πόσοι γονείς κάπνιζαν σε μια μεγαλύτερη ομάδα παιδιών. Στην συνέχεια οι ερευνητές εξέτασαν τα δείγματα αίματος για τα επίπεδα της κοτινίνης, ενός υποπροϊόντος του καπνού του τσιγάρου. Επίσης υπέβαλλαν τους συμμετέχοντες σε υπέρηχο καρωτίδων για να εξετάσουν τα επίπεδα συσσώρευσης πλάκας στις καρωτίδες, τα δύο μεγάλα αιμοφόρα αγγεία που βρίσκονται στο λαιμό και τροφοδοτούν με αίμα τον εγκέφαλο.
Η καρωτιδική πλάκα μπορεί να προκαλέσει στένωση των αρτηριών, αυξάνοντας την πήξη του αίματος και τον κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου, σύμφωνα με τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας.
Μετά από μερικά χρόνια παρακολούθησης, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 2% των ενηλίκων πλέον, είχαν καρωτιδική πλάκα στην ηλικία των 36 ετών. Περισσότερο από το 84% των παιδιών των μη καπνιστών δεν είχαν κοτινίνη στο αίμα τους, σε σύγκριση με το 62% των ατόμων που είχαν έναν γονέα καπνιστή και το 43% των ατόμων με δύο γονείς καπνιστές. Σε σύγκριση με τα παιδιά των μη καπνιστών, αυτά τα παιδιά ήταν περίπου μιάμιση φορές πιο πιθανό να έχουν πλάκα στις καρωτίδες ως ενήλικες. Αλλά τα παιδιά των γονιών που κάπνιζαν περισσότερο, με αποτέλεσμα να εκτίθενται περισσότερο στο παθητικό κάπνισμα, είχαν τετραπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν την καρωτιδική νόσο στην ενήλικη ζωή τους.
«Αυτό που δείξαμε μέσα από την μελέτη είναι ότι οι γονείς που αδυνατούν ή δεν επιθυμούν να σταματήσουν το κάπνισμα , μπορούν να περιορίσουν τις επιπτώσεις του καπνίσματος στην μελλοντική καρδιαγγειακή υγεία του παιδιού τους με την αλλαγή της συμπεριφοράς του καπνίσματος , περιορίζοντας την ποσότητα του καπνού στην οποία εκτίθεται το παιδί τους», επεσήμαναν οι ερευνητές.