Του Νεκτάριου Β. Νώτη
Είναι ένα από τα βασικά, από τα θεμελιώδη διλήμματα των καλοκαιρινών διακοπών στο Αιγαίο, και δη στις Κυκλάδες. Βουτηγμένος στη γοητεία του απέραντου γαλάζιου και στη λογική του all day “χύμα”, στην οποία υποσυνείδητα σε βάζουν τα άσπρα σπιτάκια με τα μπλε παραθυράκια, τα σοκάκια και οι παραλίες των νησιών, αναζητάς το παραδοσιακό ταβερνάκι, με καρέκλες πάνω στην άμμο, για να γευτείς τη θάλασσα.
Από αυτή τη λογική, δεν ξεφεύγουν ούτε νησιά, όπως η Μύκονος. Σε έναν προορισμό, όπου – ειδικά φέτος – η υψηλή γαστρονομία απογειώθηκε, είναι εξαιρετικά δύσκολο να περάσεις τις όποιες μέρες εκεί, αντιστεκόμενος στους γαστριμαργικούς πειρασμούς.
Έχοντας περάσει από την απόλυτα νεοπλουτίστικη φάση της, με εστιατόρια, που ήταν gourmet μόνο στις τιμές, η ελληνική εστίαση – κατ΄ επέκταση και της Μυκόνου – έχει πλέον σοβαρευτεί, καθώς και το κοινό είναι απόλυτα επιλεκτικό – τόσο το ελληνικό, όσο, και πολύ περισσότερο, το πιο απαιτητικό της αλλοδαπής.
Πηγαίνοντας για δείπνο στο εστιατόριο του Bill and Coo, ο χώρος σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή λόγω της ατμόσφαιράς του.
Η ηρεμία ενός από τα κορυφαία ξενοδοχεία στο νησί, σε συνδυασμό με την απόλυτα χαλαρωτική μουσική και την πισίνα, που φωτίζεται εντυπωσιακά και καθόλου υπερβολικά, δένουν με τον καλύτερο τρόπο με την 100% open space κουζίνα και το bar, που αποτελεί στην ουσία συνέχειά της (αξίζει να φάτε, αν σας αρέσει να παρακολουθείτε τη διαδικασία μαγειρέματος, στον πάγκο γύρω από την κουζίνα).
Οι γευστικές σας επιλογές είναι πολλές, αλλά συμπυκνώνονται σε τέσσερα μενού: με τέσσερα, με έξι και με δέκα πιάτα, και ένα τελευταίο, στο οποίο μπορείτε να επιλέξετε τέσσερα πιάτα από όλο τον κατάλογο, αρκεί να είναι τα ίδια και με τουλάχιστον ένα συνδαιτημόνα σας. Ο Αθηναγόρας Κωστάκος και η ομάδα του κάνουν θαύματα.
Τα amuse bouche σερβίρονται σαν... mignardises, με το σπανακοπιτάκι να θυμίζει παγωτό χωνάκι και τον κεφτέ από μοσχαρίσιο κιμά, βουτηγμένο στα μυρωδικά, να είναι ίσως ό,τι νοστιμότερο έχω φάει σε αυτό το φαγητό !
Οι εκπλήξεις ήρθαν στη συνέχεια : Το ρύζι από γεμιστά ήταν στην ουσία ένα τέλειο ριζότο με γεύση από τη γνωστή μαμαδίστικη συνταγή, που σε κάνει να σκέφτεσαι ότι δεν θέλεις να φας ξανά αυτό το φαγητό από αλλού !
Η σαλάτα με τα ντοματίνια και τον αφρό από κατσικίσιο τυρί ήταν απλά... αφρός, που όλα έλιωναν στο στόμα. Η αχινοσαλάτα είχε απόλυτα εντυπωσιακή παρουσίαση, με το πιάτο να έρχεται γεμάτο βότσαλα και άρωμα θάλασσας και τη σάρκα του αχινού, μέσα στο σκελετό του, να απλώνεται απόλυτα αρμονικά σε ένα εξαιρετικό κους κους και να ευωδιάζει στην κυριολεξία θάλασσα.
Η μεγάλη αποκάλυψη ήταν το επόμενο πιάτο : μια απόλυτα ζουμερή καραβιδόψυχα τοποθετημένη, σαν γέμιση sandwich, κάτω από μια απόλυτα τραγανή πέτσα κοτόπουλου: θεϊκός συνδυασμός. Η μοσχαρίσια γλώσσα με τη σφολιάτα δεν θύμιζε wellington beef, όπως προμήνυε η εμφάνισή της και ήταν λίγο βαριά για καλοκαίρι.
Όλα αυτά συνοδεύτηκαν από τα ιδιαίτερης έμπνευσης cocktail της Claire (εξαιρετικό τοGreek Mary, δηλαδή Bloody Mary με ούζο).
Στα επιδόρπια, η lemon pie έλιωνε στο στόμα με εξαιρετική υφή – και σας το λέει άνθρωπος, που δεν είναι fan του συγκεκριμένου γλυκού, ενώ τα πραγματικά mignardises ξεχώριζαν για τη σοκολάτα τους.
Με λίγα λόγια, ένα τέλειο δείπνο! Πέραν αυτού, όσοι έχετε την τύχη να μείνετε στο ξενοδοχείο, μη λησμονήσετε να απολαύσετε το burger του pool menu.
Ψημένο και με το ζωμό του κρέατος, είναι ίσως το καλύτερο, που έχω φάει στην Ελλάδα.
Ναι, θέλω να ξαναπάω, ή – μάλλον – ξαναφάω !
[email protected]