Της Ελένης Νικολούλια
Το να περάσεις τον Αύγουστο στην Ταϊλάνδη κατά γενική ομολογία... δεν είναι και ότι πιο έξυπνο μπορείς να κάνεις. Μπορεί λοιπόν εκεί που δεν το περιμένεις οι ουρανοί να ανοίγουν και οι μουσώνες να δείχνουν το πιο σκληρό τους πρόσωπο, όπως όμως και να το δεις... λίγη βροχή κανέναν δεν έβλαψε, ειδικά στις διακοπές και κυρίως ενώ οι θερμοκρασίες ξεπερνούν τους 30οC.
Μπορεί οι περισσότεροι να έχουμε συνδέσει την “χώρα του χαμόγελου” με εξωτικές παραλίες και αφορμές για σερφ, ωστόσο προσωπικά επέλεξα να τη βιώσω στην καθημερινότητά της, στην πρωτεύουσά της, την Μπανγκόκ και μάλιστα να κρατήσω και μιας μορφής “ημερολόγιο” καταγράφοντας όλα όσα έκανα, δοκίμαζα και επισκεπτόμουν στην πρώτη μου στάση στην Ασία που έγινε με αφετηρία την Μπανγκόκ. Πρωταγωνιστής του ταξιδιού μου, για να μην πω και ο βασικός του σκοπός, δεν ήταν άλλος από το φαγητό. Κάτι που όπως φαίνεται από τις παρακάτω γραμμές, καθόλου δεν προσπάθησα να κρύψω...
Φτάνοντας και δοκιμάζοντας
Το πρώτο βράδυ με βρήκε εξαντλημένη από το ταξίδι αλλά και γεμάτη με αυτή την ανάγκη για εξερεύνηση που ανέκαθεν με χαρακτήριζε σαν άνθρωπο. Ήθελα να δω τι κάνουν και πως το κάνουν, τι τρώνε και γιατί η κουζίνα τους θεωρείται μία από τις εξαιρετικότερες στον κόσμο, πού βγαίνουν, ποιες οι συνήθειές τους, αν πίνουν (φυσικά), τι πίνουν (εννοείται). Ως τρόπο μετακίνησης απέφυγα το ταξί. Προτίμησα το χαρακτηριστικό “τουκ τουκ”, το δικό τους “μοτοποδήλατο” ώστε να μπορώ να αποκτήσω μια πιο χαρακτηριστική απόψε της πόλης και φυσικά να αποφύγω όσο ήταν δυνατό την εξωφρενική (με επιεική χαρακτηρισμό) κίνηση της πόλης. Φυσικά η πρώτη στάση μου θα ήταν για φαγητό. Το τουκ τουκ μας πήγε στην άλλη μεριά της πόλης κάτι που με αμέτρητα σταμάτα-ξεκίνα διήρκησε περίπου 40 λεπτά.
Φτάσαμε στην Sukhunvit και αναζητήσαμε τον 25 όροφο του Long Table, μία από τις δεκάδες όμορφες ταράτσες της πόλης, κάτι που σύντομα διαπίστωσα πως είναι η αγαπημένη συνήθεια της νεολαίας. Ανεβαίνουν στις ταράτσες, θαυμάζουν το κινηματογραφικό σκηνικό της μεγαλούπολης που απλώνεται μπροστά τους, μαζεύονται σε μοντέρνους χώρους και χαλαρώνουν με ποτό, μουσική και πολύ καλό φαγητό.
Το Long Table είναι γεμάτο ξύλο. Είναι ψηλοτάβανο και με κρυφούς φωτισμούς σε ταβάνι και πάτωμα και στο κέντρο του φυσικά δεσπόζει το τεράστιο -τουλάχιστον 20 μέτρων- τραπέζι το οποίο μοιράζονται πολλοί, καλοντυμένοι και πάντα χαμογελαστοί. Οι κόκκινες αποχρώσεις κυριαρχούν ενώ το στοιχείο που κεντρίζει το μάτι είναι οι καναπέδες στην αριστερή πλευρά στους οποίους για να καθίσεις πρέπει να βγάλεις τα παπούτσια σου! Σου φέρνουν παντόφλες, ξαπλώνεις σαν στο σπίτι σου, και κάπως έτσι το σκηνικό είναι γεμάτο κουστουμάτους και καλοχτενισμένες που απλά αράζουν σε ένα υπέροχο μέρος.
Κάθισα έξω αφενός για να ικανοποιώ την ανάγκη μου για νικοτίνη και αφετέρου για να θαυμάζω το μεγαλούργημα που απλωνόταν μπροστά μου. Άλλωστε ήταν το πρώτο μου βράδυ εδώ και όφειλα να το αντιμετωπίσω όσο πιο “τουριστικά” γινόταν. Δίπλα μου μια τεράστια πισίνα έτοιμη να υποδεχτεί ένα ακόμη βραδινό πάρτι, και μπροστά μου ένας φακός για να δω τι θα παραγγείλω. Α ναι, ξέχασα... Στον εξωτερικό χώρο ο φωτισμός παρά είναι διακριτικός και έτσι ο φακός που σου δίνουν είναι απαραίτητος. Δεν ήθελα να προβληματιστώ πολύ με το φαγητό.
Το μενού ήταν μεγάλο γεμάτο με προτάσεις σε Kobe beef και black cod, γεμάτο εξωτικές συνταγές με δεκάδες επιλογές σε ψάρια με εντυπωσιακά ονόματα και έτσι ένα... ποτ πουρί των καλύτερων επιλογών του μενού μου αρκούσε. Σε αυτό το σημείο, να συμπληρώσω πως το κρέας σε καμία περίπτωση δεν είναι κάτι που θα βρει κανείς ευρέως στην Ταϊλάνδη, μιας και τα ψάρια κυριαρχούν πάντα στα μενού και τις προτάσεις, ωστόσο όπου το βρεις -και κυρίως στα "καλά" εστιατόρια- αξίζει να το δοκιμάσεις με δικές τους εκτελέσεις, αν και θα το πληρώσεις κάπως πιο ακριβά από ότι θα περίμενες. Καρπάτσιο τόνου και χταποδιού για αρχή, καυτερή σούπα με καβούρι και έντονο λέμονγκρας για τη συνέχεια, λίγο φουά γκρα σε παραδοσιακή εκτέλεση μαζί με μια νόστιμη σαλάτα ρυζιού, έφτασαν στο τραπέζι μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Για τη συνέχεια επέλεξα καβούρι με καρύδα και κάρι σιγοψημένο μέσα σε φύλλα μπανανιάς, kobe beef που έλιωνε στο στόμα ως όφειλε και σφυρίδα με τζίντζερ, μανιτάρια και διάφορα μυρωδικά.
Στο τέλος, το επιδόρπιο ήταν ένα πεντανόστιμο και τραγανό κρισπ από σουσάμι που συνοδευόταν από βατόμουρα και φρέσκο passion fruit, μια χειροποίητη σαντιγί που σου ‘φερνε ζάλη ευχαρίστησης και δροσερό παγωτό βανίλια που σε καληνυχτούσε υπέροχα. Εν μέσω αυτών, επέλεξα μια “thai” εκδοχή της μαργαρίτας με λευκή τεκίλα, cointreau, σιρόπι λέμονγκρας και ένα εξαιρετικό έλαιο από macadamia nuts που έκανε το αποτέλεσμα να ζητά σχεδόν αυτόματο refill κάθε φορά που το ποτό τελείωνε. Μ' αυτά και μ' αυτά το πρώτο βράδυ είχε τελειώσει...
Ημέρα δεύτερη (ή πρώτη...)
Όλα πάντα ξεκινάνε με ένα καλό πρωινό. Και επειδή απ´ όσο έχω προλάβει να καταλάβω στην Μπανκόγκ το “καλό” σημαίνει μόνο καταπληκτικό, δεν θα μπορούσα παρά να είμαι ενθουσιασμένη. Στην πρώτο όροφο του ξενοδοχείου Le Μeridien... Μυρίζει νόστιμα! Μυρίζει σούπες αχνιστές με δεκάδες λαχανικά, απλά ζυμαρικά, πολλούς θησαυρούς της θάλασσας και κάποια κρέατα που φτιάχνονται μπροστά σου από την πάντα χαμογελαστή δεσποινίδα με το καπέλο του σεφ που της είναι λίγο μεγάλο.
Δίπλα της, μυρίζει το κάπνισμα του χοιρινού. Κόβεται σε μικρά κομμάτια και σερβίρεται μαζί με αυγά, βραστά ή σε ομελέτα, ενώ ανάμεσα υπάρχουν δεκάδες πιατέλες με Ταϊλανδέζικους αλλά και επιπλέον ασιατικούς γευστικούς πειρασμούς που σπάνια καταλαβαίνεις τι είναι, αλλά φυσικά οφείλεις να δοκιμάσεις. Το πιάτο μου κατέληξε γεμάτο με γεύσεις που δύσκολα συνδυάζονταν μεταξύ τους. Γέμισε φρούτα λίτσι ή... τύπου λίτσι, γέμισε ντράγκον φρουτ και ανάναδες, γέμισε με εκείνο το εξαιρετικό μπριός με πράσινο τσάι που ήταν η έκπληξη του πρωινού μου, με παραδοσιακά Hong Kong cakes και με ότι άλλο... δεν είχα ξαναδεί ποτέ. Συνόδευσα με φρέσκο χυμό guava... πήρα και έναν εσπρέσο -γιατί είμαι και του δυτικού κόσμου- και η δεύτερη μέρα μου στην Μπανγκόκ είχε μόλις ξεκινήσει...
Ήταν ώρα να βγω έξω...
Η πόλη αυτή είναι γεμάτη μηχανάκια! Πλέον ήμουν ήδη σίγουρη. Επίσης η πόλη αυτή έχει τρομακτική κίνηση ακόμη και στις 9 το πρωί. Λογικό λοιπόν να υπάρχουν μηχανάκια. Αποφάσισα επίσης πως μου αρέσουν τα τουκ τουκ γιατί και πιο εύκολα μετακινούνται στη συμφόρηση, και έχει και το ατού του να χαζεύεις σαν τουρίστας όσα γίνονται και υπάρχουν δίπλα σου. Προσοχή στις τσάντες σας... Το λέω εγώ, το λέει και η ταμπέλα στο εσωτερικό του ιδιόμορφου δικύκλου που προειδοποιεί για τις όχι και τόσο ευγενείς συνήθειες των ντόπιων μοτοσυκλετιστών. Φυσικά η αρχή έπρεπε να γίνει ταξιδιωτικά και ταξιδιάρικα με πρώτο σταθμό το Μεγάλο Παλάτι. Ξεκίνησε να χτίζεται το 1782 και, μεταξύ άλλων κτιρίων, περιλαμβάνει το Βασιλικό Ανάκτορο, που υπήρξε η βασική κατοικία των Ταϊλανδών ηγεμόνων μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα – σήμερα ζει στο παλάτι Σιτραντάλα. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για επίσημες τελετές και εύκολα εντυπωσιάζει με την περίτεχνη διακόσμηση και τη μεγαλοπρέπειά του. Για να φτάσεις ως εκεί υπάρχουν διάφοροι τρόποι ωστόσο ως πρωτάρης πρέπει μα το κάνεις με καραβάκι. το
Μαζί σου θα είναι δεκάδες τουρίστες αλλά και ντόπιοι που το χρησιμοποιούν ως μέσο μετακίνησης ενώ στην περίπου μισάωρη αυτή διαδρομή σου θα έχεις την ευκαιρία να αποκτήσεις μια πιο ολοκληρωμένη άποψη για την πόλη που για πολλούς χαρακτηρίζεται και ως η Βενετία της Ασίας. Από τα μάτια σου θα περάσουν με ταχύτητα σπουδαία ξενοδοχεία των μεγαλύτερων αλυσίδων του κόσμου. Τα καφετιά νερά που θα διασχίζεις θα σε φέρουν όμως μπροστά και σε παράγγες, σε ψαράδες που παλεύουν για τα προς το ζην, σε γονδολίερηδες που κάνουν βόλτες τα ζευγάρια στα κανάλια γύρω γύρω, σε ουρανοξύστες και καλύβες, σε πασσάλους που στηρίζουν σπίτια, σε απλά διώροφα ή πολυτελή 40όροφα, όλα σε μια ιδιόμορφη αντιπαράθεση που θα λατρεύεις να παρατηρείς, όλα με ναούς χρωματιστούς να σου αποσπούν κατά τόπους το βλέμμα.
Ο ταχύτατος εκμοντερνισμός της “Πόλης των Αγγέλων” – όπως μεταφράζεται το όνομά της στα δυσπρόφερτα ταϊλανδέζικα – και η οικονομική ανάπτυξή της είναι εμφανέστατη, ειδικά χάρη στους περισσότερους από 1.000 ουρανοξύστες της που πάντα φροντίζουν να ξεπετάγονται προκαλώντας το βλέμμα σου. Το καραβάκι σε αφήνει στην ξύλινη προβλήτα και από εκεί ξεκινάς το περπάτημα. Διασχίζεις την αγορά η οποία για μια ακόμα φορά σου γαργαλά τη μύτη με τις δεκάδες λιχουδιές που προσφέρουν οι πάγκοι της. Με πλανόδιους μικροπωλητές που πουλάνε πραγματικά ο,τι τους έχει κατεβάσει ο νους, ώσπου φτάνεις στα τείχη των παλιών ανακτόρων. Το Μεγάλο Παλάτι, με τις χρυσές κορυφές του και τα αστραφτερά του χρώματα, είναι έργο εξαιρετικής αλλά και χαρακτηριστικής ταϊλανδικής αρχιτεκτονικής.
Αποτελείται από μια ομάδα πολυτελών κτιρίων και αντικατοπτρίζει με τον πιο ενδεδειγμένο τρόπο τη νεότερη ιστορία της χώρας, ενώ χτίστηκε το 1783, καλύπτοντας μια τεράστια έκταση πάνω σε ένα νησάκι του ποταμού Τσάο Πράγια. Ο ναός Wat Phra Kaew, βρίσκεται στον ίδιο περίβολο και αποτελεί ένα πραγματικό θησαυροφυλάκιο που φιλοξενεί τον περίφημο Σμαραγδένιο Βούδα, κατασκευασμένο από διαυγή νεφρίτη. Αποτελεί ένα μοναδικό μνημείο της χώρας και ένα από τα σπουδαιότερα εκθέματα της νοτιοανατολικής Ασίας, ενώ στον ίδιο χώρο βρίσκεται και το Coin Pavilion, που είναι σήμερα το μουσείο των βασιλικών εμβλημάτων, στο οποίο θα βρείτε και μια μεγάλη συλλογή νομισμάτων της χώρας από τον 11ο αιώνα. .
Η ευπρεπής ενδυμασία είναι απαραίτητη για την είσοδο παντού, και μάλιστα με αρκετά παράδοξους για τα δυτικά δεδομένα κανόνες που ορίζουν όχι μόνο να φοράμε μακρύ παντελόνι (άντρες και γυναίκες) αλλά και να μην έχουμε ακάλυπτους τους ώμους μας. Όπως και να' χει, πάρε μια πασμίνα μαζί και ετοιμάσου για μια πραγματικά μοναδική ταξιδιωτική εμπειρία. Κατά τα άλλα... η ώρα έχει περάσει και το στομάχι έχει αρχίσει να γουργουρίζει. Παίρνω το δρόμο της επιστροφής με το τουκ τουκ (φυσικά), κάνω πάντα τα απαραίτητα παζάρια με τις τιμές στον οδηγό, ξεκαθαρίζω από την αρχή το ποσό που πληρώσω, ξεκαθαρίζω επίσης από την αρχή πως δεν θέλω να ψωνίσω, να σταματήσω κάπου ή να δω το οτιδήποτε άλλο στο δρόμο μου. Και εδώ δώσε βάση γιατί οι οδηγοί των τουκ τουκ αν και πάντα ευγενικοί και πρόθυμοι, δέχονται κουπόνια για βενζίνη από επιχειρήσεις προκειμένου έστω να σε πάνε ως την πόρτα τους. Εκεί, θα απαντάς ευγενικά πως δεν σε ενδιαφέρει, όσο και αν προσπαθούν να σε δελεάσουν με το μέρος που σου προτείνουν. Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, η πιο κιτς παμπ που έχω δει στη ζωή μου αρχίζει να στήνεται. Τα τραπέζια ανοίγουν, οι πλαστικές πρασινάδες του ντεκόρ ξεσκονίζονται, κάποιοι από τους υπαλλήλους τρώνε νουντλς από τον διπλανό πάγκο με τα φαγητά, και μ´ αυτά και μ´ αυτά σημερινός απογευματινός μουσώνας ξεκινά -αλίμονο, το έχω ήδη συνηθίσει. Συχνό φαινόμενο οι απογευματινοί μουσώνες στην Μπανγκοκ του Αυγούστου. Μέσα σε 2 λεπτά ο ουρανός έχει σκοτεινιάσε -και ανοίξει- και εσύ αν τύχει και βρίσκεσαι στο δρόμο ή γίνεσαι μούσκεμα όπως όλοι (αλλα δεν σε ενδιαφέρει, όπως δεν ενδιαφέρει και κανέναν άλλο), ή ψάχνεις κάπου να σταθείς για το εικοσάλεπτο που ακολουθεί. Το δικό μου το πέρασα δοκιμάζοντας τις ξακουστές μπύρες της Ταϊλάνδης.
Δροσερές και πιο απαλές από τις γεύσεις που έχουμε συνηθίσει, πιο φρουτώδεις από τις lager που έχουμε γνωρίσει, ιδανικές να δροσίσουν το βροχερό μου απόγευμα. Όσο για το βράδυ, έφτασε και πείναγα για τα καλά. Έφτασα ως την κεντρική ψαραγορά γιατί άκουσα πως είναι μια στάση που πρέπει απαραίτητη να κάνεις. Το μότο του εστιατορίου της ψαραγοράς είναι μεγάλο, ξεκάθαρο και γραμμένο με τεράστιες νέον επιγραφές: "αν κολυμπάει, το έχουμε"!
Τι εμπειρία και αυτή... Ένας χώρος από αυτούς που ποτέ δεν θα ξαναδείς στη ζωή σου με απερίγραπτα απλή και ενοχλητικά φανταχτερή αισθητική που έμελε όμως να είναι για εμένα αλλά και για τους επιπλέον 1000 καθήμενους (ναι, ο χώρος είναι εξωφρενικά μεγάλος), εμπειρία ζωής. Στην πόρτα σε περιμένουν κορίτσια ντυμένα στα μπλε. Ένα από αυτά σε οδηγεί στο τέλος του διαδρόμου όπου σε πάγους και τελάρα βρίσκεις από ξιφίες και τόνους, κάθε λογής ψάρι του Ειρηνικού, όστρακα, αστακούς, γαρίδες και καραβίδες, ζωντανά της θάλασσας σε χρώματα γκριζωπά, ροζ, μπλε, πράσινα και ο, τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Είπαμε άλλωστε "ό,τι κολυμπάει το έχουν"... Επιλέγεις τι θέλεις να φας και στο βάζουν σε σακούλες. Περνάς πιο δίπλα στο μανάβικο και διαλέγεις τα λαχανικά σου. Λαχανικά που ξέρεις ή που έχεις ακούσει, άλλα που δεν έχεις ξαναδεί ποτέ ή άλλα που μοιάζουν τόσο άσχημα που σε προκαλούν να τα φας.
Σειρά έχει η κάβα. Μια όμορφη κάβα με εξαιρετικά κρασιά από κάθε γωνιά της οινότριας γης, με πανάκριβα Chablis ή σπουδαίες χρονιές σε Sauvignon Blanc, με δροσερά Albarino και ο, τι άλλο μπορεί να αποθεώσει το ψαροφαγικό σου δείπνο. Ζυγίζουν τα ψάρια και τα λαχανικά, περνάς από το ταμείο, έχεις πληρώσει τουλάχιστον τον ένα πέμπτο απ´ όσο θα περίμενες να είχες πληρώσει στα γνώριμα στέκια της χώρας σου και κάθεσαι στο τραπέζι.
Ο σερβιτόρος έρχεται και σου δίνει κατευθύνσεις για το πως ένας από τους 50 σεφ της open κουζίνας θα προετοιμάσει το δείπνο σου. Συμφωνείς ή διαφωνείς, περιμένεις το πολύ ένα τέταρτο και ο γαστρονομικός οργασμός ξεκινά, είναι πολλαπλός και κάπως έτσι καταγράφεται στη μνήμη σου για πάντα! Για το τέλος της όμορφης ημέρας, με τις εξερευνήσεις και τα παζάρια, με τα καράβια και τα τουκ τουκ, με το δείπνο που θα θυμάμαι για πάντα και με όλα όσα ως τώρα η τρομερή αυτή πόλη μου είχε προσφέρει, άφησα το ποτό. Μια ακόμη πανέμορφη ταράτσα και ένα καλό απόσταγμα ήταν αυτό που είχα τώρα ανάγκη και για να την ικανοποιήσω έφτασα ως το Above Eleven. Πέρασα από την πιο τουριστική περιοχή της πόλης. Από εκεί που οι πόρνες κάνουν ανενόχλητες τα παζάρια τους με τους πελάτες κάνοντας την Μπανγκόκ ξακουστή στα πέρατα της γης για τον σεξοτουρισμό της. Πέρασα από τα μέρη που θα πάνε οι περισσότεροι τουρίστες, τα μαζικά μπαρ, τις κακόγουστες παμπ, τους μεθυσμένους, τους ονειροπόλους, τους ταξιδιώτες, όλους.Έκανα στάσεις για να βγάλω φωτογραφίες και να χαζέψω τα υπαίθρια μπαρ που στήνονται στους πάγκους με τα λιγοστά πλαστικά τραπεζάκια και σκαμπό να μαζεύουν κόσμο περιμετρικά τους -τι εικόνα κι αυτή.
Ήπια ένα σφηνάκι λευκή τεκίλα, έτσι για το καλό, πλήρωσα λιγότερο από ένα ευρώ και συνέχισα προς το rooftop bar που είχα αρχικά επιλέξει για το βράδυ μου. Ο χώρος είναι εντυπωσιακός αρχιτεκτονικά, ο κόσμος κομψός, τα στιλέτο σε παράταξη, η μουσική σε χορευτικά ντεσιμπέλ δυτικού κόσμου, το μπαρ στο κέντρο, όπως πρέπει. Και από κάτω, η Μπανγκόκ. Να σου υπενθυμίζει πως δεν ανακηρύχθηκε τυχαία καλύτερη πόλη του κόσμου για το 2013, να σου υπενθυμίζει πως είναι μια εντυπωσιακή μητρόπολη που έχει τόσα να σου πει και με τόσα να σε πλουτίσει. Αυτά για σήμερα. Αύριο θα ξεκινούσε μια νέα μέρα με ξενάγηση στα επιπλέον highlight της πόλης.
Έχω ήδη χάσει τις μέρες...
Το ξύπνημα γίνεται νωρίς. Πολυσύχναστες λεωφόροι και εμπορικά κέντρα συνυπάρχουν με κανάλια τα οποία διατρέχουν παραδοσιακά long-tail boats και πλωτές αγορές, το υπερσύγχρονο και υπέργειο Sky Τrain περνάει πάνω από τα τρίκυκλα τουκ-τουκ και οι κοστουμαρισμένοι businessmen προσπερνούν βιαστικοί υπαίθριους πωλητές που παίρνουν έναν υπνάκο σε κάποιο παγκάκι.
Αυτή η πρόταση θα μπορούσε να συνοψίζει ήδη τα όλα όσα είχα δει και βιώσει την Μπανγκόκ ως τώρα. Ωστόσο σειρά είχε μια άλλη αγαπημένη και απαραίτητη συνήθεια όλων όσων βρίσκονται εδώ, το shopping. Με απλά λόγια... είχε έρθει η στιγμή για να περιπλανηθώ στην αγορά, στα παζάρια, τα μαγαζάκια και τα πολυκαταστήματα της πόλης. Στα σύγχρονα εμπορικά κέντρα μπορεί κανείς να βρει σπουδαίες ευκαιρίες για ψώνια και να αγοράσει τα αγαπημένα του brand ή τα χαρακτηριστικά χειροποίητα είδη υψηλής ποιότητας, σε πολύ καλές τιμές.
Μερικά από τα πιο αξιόλογα προϊόντα της Ταϊλάνδης είναι τα μεταξωτά και τα βαμβακερά υφάσματα και ρούχα, τα κοσμήματα, οι ημιπολύτιμοι και πολύτιμοι λίθοι και ιδιαίτερα τα σμαράγδια και τα λαμπερά ρουμπίνια, τα κεραμικά, οι αντίκες, τα παραδοσιακά ξύλινα έπιπλα από τικ και γενικώς τα χειροποίητα ξυλόγλυπτα... όλα ανάλογα με το budget που διαθέτει κανείς. Πολύ καλή αγορά, κυρίως με αντίκες και κοσμήματα, έχει και η περιοχή όπου βρίσκεται το πολυτελές ιστορικό ξενοδοχείο The Oriental Bangkok Hotel - Riverside Area, ενώ οι λάτρεις του shopping αξίζει να πάρουν το Sky Train και να φτάσουν ως την πλατεία Siam όπου θα συναντήσουν το Siam Center και το σχετικά καινούριο και τεράστιο Siam Paragon.
Κατά τα άλλα... συνοπτικά κράτα σημειώσεις για την Pratunam, τη μεγάλη αγορά για πρόχειρα ρούχα σε πολύ χαμηλές τιμές, ενώ στην οδό Sukhymvit βρίσκεται το πολύ καλό εμπορικό κέντρο The Emporium. Τα Σαββατοκύριακα, οι περισσότεροι συγκεντρώνονται στην αγορά Chatuchak Park της Μπανγκόκ όπου θα βρεις μια μεγάλη ποικιλία από διακοσμητικά αντικείμενα, μικροέπιπλα, αντίκες, κοσμήματα, αληθινά ή ψεύτικα, μέχρι απίθανα ψιλοπράγματα και ρούχα.
Σε κάθε περίπτωση ένα πράγμα αρκεί να θυμάσαι: Το παζάρι είναι ένα από τα «εθνικά σπορ» των Ταϊλανδών. Και καλά θα κάνεις να το εκμεταλλευτείς όσο δεν πάει για να βγεις πολλαπλά κερδισμένος από κάθε σου αγορά. Όσο για το βράδυ σου, μπορείς προσωπικά να μην εντυπωσιάστηκα όπως όμως και να το κάνεις αξίζει να κάνεις μια στάση ως την Pat Pong, τη διασημότερη και περισσότερο τουριστική νυχτερινή αγορά της πόλης που ανοίγει το απόγευμα και κλείνει τα μεσάνυχτα. Εδώ θα βρεις απομιμήσεις σε επώνυμα ρούχα αλλά και εξαιρετικό ταϊλανδέζικο μετάξι, ξυλόγλυπτα, ρολόγια, γυαλιά, iphone, ipad... και ό, τι άλλο έχει κατεβάσει ο ταϊλανδέζικος νους! Μ' αυτά και μ' αυτά πείνασα πάλι... ευτυχώς που όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα σου θα βρεις υπαίθριο, πενανόστιμο και πολύ φτηνό φαγητό που δεν αξίζει λεπτό να αναρωτηθείς αν αξίζει να δοκιμάσεις ή όχι.
Άλλωστε... πόσες φορές στη ζωή σου θα ψήνονται δίπλα σου αστακοί και καραβίδες σε τιμές που ούτε στο απλούστερο fast food του κόσμου δεν έχεις συναντήσει; Όσο για το τέλος του ταξιδιού μου στην Μπανγκόκ, δεν θα μπορούσα παρά να το περάσω μεγαλόπρεπα όπως ακριβώς αξίζει και στην πόλη.
Οι απαραίτητες κρατήσεις είχαν ήδη γίνει 70 ορόφους πάνω από τη γη, σε ένα από τα ελάχιστα μπαρ στον κόσμο που είναι υπαίθρια, στην ταράτσα του πολυτελούς State Tower στο τέλος της Silom Road. Η εικόνα μιλάει από μόνη της. Το ίδιο και η Μπανγκόκ...
Thai Food Festival στον Αστέρα Βουλιαγμένης
Για όλους εσάς που δεν έχετε τη δυνατότητα να ταξιδέψετε στην Ταϊλάνδη, έρχεται εκείνη σε εσάς!
Το 4ο Thai Food Festival, διοργανώνεται στο ξενοδοχείο Westin Athens, Astir Palace, γεμίζοντας την Αθήνα με άρωμα από την εξωτική Ταϊλάνδη.
Απολάυστε το!