Του Σπύρου Πιστικού
Αν με ρωτούσε κανείς ποιο είναι το πιο βαρετό πράγμα του κόσμου, η απάντηση θα μου έβγαινε εντελώς αβίαστα: "Να σε αναγκάζουν οι φίλοι σου να βλέπεις φωτογραφίες από το πρόσφατο ταξίδι τους".
Και να η Μαρία εδώ με φόντο το ηλιοβασίλεμα και άλλους τριάντα τουρίστες που φωτογράφιζαν το δικό τους ηλιοβασίλεμα, α να κι ο Βασίλης στο κατάστρωμα του καραβιού με τα πόδια απλωμένα στο κάγκελο σαν τον Ταμτάκο στο Ναυτικό, αυτήν άστη, βγήκε κουνημένη, αυτή τη βγάλαμε κατά λάθος, αυτός πάλι ποιος είναι, πότε τη βγάλαμε αυτή ρε Μαρία; Ξέροντας λοιπόν πόσο ψυχοφθόρα είναι αυτή η διαδικασία, να προσπαθείς να δώσεις σε κάποιον να καταλάβει τι ακριβώς έζησες χωρίς να το έχει ζήσει (ή ζητήσει) ο ίδιος, θα προσπαθήσω να κάνω τη διήγηση της δικής μου εμπειρίας όσο το δυνατόν πιο ενδιαφέρουσα, πιστός στο δόγμα "μην κάνεις στους άλλους αυτό που δε θα ήθελες να σου κάνουν οι άλλοι".
Ας τα πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή. Κρουαζιέρα, κυρίες και κύριοι. Τρεις ημέρες, τέσσερις προορισμοί, ένα και μόνο πλοίο: Το εντυπωσιακό Louis Olympia ήταν για τρία μερόνυχτα το πλωτό μου σπίτι, η προσωπική μου πολεμική καραβέλα, με την οποία κατέκτησα (κατά σειρά) τη Μύκονο, το Κουσάντασι, το Ηράκλειο Κρήτης (το άλλο της Αθήνας το είχα κατακτήσει και πριν) και τη Σαντορίνη.
Πρέπει να πω σε αυτό το σημείο ότι ήταν η πρώτη μου κρουαζιέρα, και επομένως είχα κάποιες επιφυλάξεις. Για την ακρίβεια, είχα μία και μόνη επιφύλαξη: Αξίζει να είσαι όλη μέρα σε ένα πλοίο και να έχεις στη διάθεσή σου μόνο λίγες ώρες για να εξερευνήσεις τον κάθε προορισμό;
Εκ των υστέρων, μπορώ να πω πως ναι, αξίζει, και πως ναι, η κρουαζιέρα είναι ένας πολύ παρεξηγημένος τρόπος διακοπών στην Ελλάδα. Το γιατί πιστεύω πως θα το καταλάβετε στη συνέχεια. Πρώτος μας σταθμός, μετά την απομάκρυνση από το λιμάνι του Πειραιά το πρωί της Παρασκευής, ήταν η θρυλική Μύκονος. Και λέω «θρυλική», γιατί για μένα προσωπικά μέχρι να πατήσω το πόδι μου εκεί ήταν όντως ένας θρύλος, ένα από τα νησιά που βλέπεις στην τηλεόραση (στο Star, συνήθως) και λες ότι κάποτε θα πρέπει κι εσύ να πας εκεί να δεις με τα μάτια σου τι συμβαίνει στ’ αλήθεια εκεί, πίσω από τις κάμερες, αλλά όλο το αναβάλλεις, και να που τελικά φτάνει η στιγμή που τα καταφέρνεις.
Μέχρι να φτάσουμε στη Μύκονο, όμως, είχαμε μπροστά μας έξι και κάτι ώρες. Πώς περνάει η ώρα πάνω σε ένα κρουαζιερόπλοιο μέχρι να φτάσεις στον προορισμό σου; Η απάντηση είναι: "Γρήγορα και ποτέ βαρετά". Αποκλείεται να μη βρεις κάτι να κάνεις πάνω στο Louis Olympia ανά πάσα στιγμή. Θέλεις καφέ, ποτό ή φαγητό; Ένα από τα μπαρ και εστιατόρια του πλοίου βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής.
Υπάρχει μάλιστα και η δυνατότητα delivery πίτσας μέσα στην καμπίνα σου – κυριολεκτικά, σαν στο σπίτι σου. Θέλεις να διασκεδάσεις; Κάθε μέρα υπάρχουν και διαφορετικές δραστηριότητες που μπορείς να δοκιμάσεις: Καραόκε, μαθήματα χορού, παιχνίδια γνώσεων, διαγωνισμοί ταλέντων, και φυσικά το καζίνο του πλοίου, με άφθονους κουλοχέρηδες και τραπέζια για blackjack και ρουλέτα.
Θέλεις να ψωνίσεις; Στο τέταρτο επίπεδο θα βρεις το κατάστημα με τσιγάρα, ποτά, αρώματα, ρούχα και κοσμήματα, και ακριβώς απέναντί του το ιερό δισκοπότηρο κάθε παμφάγου όντος: Το Confectionary Shop, με σοκολάτες και γλυκά που δε βρίσκεις στην Ελλάδα.
Θέλεις να ασκηθείς; Μπορείς να το κάνεις στο γυμναστήριο, ή μπορείς να βάλεις μερικά καλάθια και να φρεσκάρεις τις ικανότητές σου στο πινγκ-πονγκ, στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο.
Και φυσικά μπορείς να κάνεις τζόγκινγκ σε κάποιο κατάστρωμα – προσεκτικά μόνο. Και φυσικά, αν θέλεις να ξεκουραστείς, μπορείς να πας στην καμπίνα σου ή να ξεροψηθείς στον ήλιο με τις ώρες, δίπλα στις πισίνες του ένατου επιπέδου.
Α, και βέβαια υπάρχει το Sana spa για μασάζ, θεραπείες και όλα τα παρελκόμενα, κατά κύριο λόγο για τις κυρίες. Γρήγορα, όμως: Σε λίγο φτάνουμε. Πότε πέρασε η ώρα; Αποβιβαζόμαστε στο νέο λιμάνι της Μυκόνου και μπαίνουμε στο πούλμαν που μας μεταφέρει στα Ματογιάννια.
Κάπου εδώ είναι που άρχισα να καταλαβαίνω τα υπέρ της κρουαζιέρας: Δεν είσαι χαμένος σε ένα ξένο μέρος, στο έλεος του Θεού, να ψάχνεις στα τυφλά να βρεις κάτι ενδιαφέρον. Σε καθοδηγούν στα πιο ενδιαφέροντα μέρη του προορισμού και σε αφήνουν εκεί, χωρίς άσκοπες περιπλανήσεις σε ξερολιθιές και αδιέξοδα.
Και έχεις αρκετό ελεύθερο χρόνο για να γνωρίσεις τον προορισμό, αλλά όχι αρκετό για να τον χορτάσεις – παίρνεις μια δόση, ίσα-ίσα όση χρειάζεται για να θες να ξαναπάς. Είναι από τα λίγα εθιστικά πράγματα που είναι απολύτως νόμιμα.
Δεν ξέρω πραγματικά αν υπάρχει λόγος να γράψω κάτι για τη Μύκονο, γιατί ίσως να ήμουν ο μοναδικός στη χώρα που δεν την είχε επισκεφθεί μέχρι πρόσφατα (κι αυτό κυρίως επειδή ως φοιτητής είχα σοβαρότερα κριτήρια επιλογής φοιτητικής παράταξης από το ποια προσφέρει τις καλύτερες εκδρομές στη Μύκονο και το Μπάνσκο – τελικά μάλλον κορόιδο πιάστηκα).
Αρκεί να πω ότι οι ανεμόμυλοι, η Μικρή Βενετία, τα στενά σοκάκια με τα εμπορικά καταστήματα, όλα αυτά κάνουν τα Ματογιάννια ακαταμάχητα. Όσο για τα κλαμπ και την ξέφρενη ζωή που διαφημίζουν τα κανάλια, αυτά ούτως ή άλλως ποσώς με ενδιαφέρουν. Τέτοια έχουμε και στην Αθήνα, Μικρή Βενετία όμως δεν έχουμε.
Αναχώρηση από τη Μύκονο στη 1 τα ξημερώματα. Ώρα για ύπνο. Ή για να συνεχίσεις τη διασκέδαση στο Clipper Bar, με τον απίθανο πιανίστα και την Ταϋλανδέζα τραγουδίστρια σε lounge ρυθμούς, ή στο Oklahoma lounge, με βραδιά ντίσκο και δεκάδες τουρίστες να συνωστίζονται στο dancefloor προσπαθώντας να θυμηθούν τις κινήσεις των εφηβικών τους χρόνων, αλλά ακόμα περισσότερους να προσπαθούν να μιμηθούν τις κινήσεις μίας εποχής που δεν έζησαν ποτέ – σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι άκρως απολαυστικό, τόσο για τους συμμετέχοντες, όσο και για τους θεατές.
Μαντέψτε τι από αυτά διάλεξα.
Ξημερώνει Σάββατο. Νύστα, αλλά με έναν καφέ και τη σκέψη ότι σε λίγες ώρες θα βρίσκεσαι στην αρχαία Έφεσο ανοίγει το μάτι σου διάπλατα.
Το πλοίο βρίσκεται ήδη στο Κουσάντασι της Τουρκίας, απέναντι από τη Σάμο, και όταν αποβιβαζόμαστε εκεί μας περιμένει η ξεναγός μας και κινητή εγκυκλοπαίδεια, η Σαμπιχά (εκ του Σαμπάχ=Αυγή, όπως μας εξήγησε), που μας εξιστορεί τα πάντα σχετικά με την ευρύτερη περιοχή του Κουσάντασι (ή Κόσαντασε, όπως το λέε οι Τούρκοι, ή κάπως έτσι – έχει πολύ περισσότερη πλάκα αν το λες με τούρκικη προφορά) και μας βάζει στο κλίμα για την επικείμενη επίσκεψή μας στην αρχαία Έφεσο, έναν από τους πιο εντυπωσιακούς αρχαιολογικούς χώρους του κόσμου. Όμως γι’ αυτό θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή αναλυτικότερα – για την ώρα, θα αρκεστώ σε αυτήν τη φωτογραφία της βιβλιοθήκης του Κέλσου:
Πριν την αρχαία Έφεσο, ταξιδέψαμε στο Σπίτι της Παναγίας, στο οποίο λέγεται ότι πέθανε η Θεοτόκος. Τι μου έκανε εντύπωση εκεί; Ένας μεγάλος χώρος στον οποίο ο καθένας μπορεί να γράψει την ευχή του πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί (ή σε ένα μαντίλι, ή ακόμα και σε μία απόδειξη από χαμπουργκεράδικο, όπως είχε κάνει κάποιος) και να το κολλήσει σε έναν τοίχο, κάνοντας ένα τάμα στην Παναγία, την οποία σημειωτέον αναγνωρίζουν και οι μουσουλμάνοι σαν ιερό πρόσωπο, σε έναν κοινό τόπο μεταξύ Ισλάμ και Χριστιανισμού.
Και ενώ οι περισσότερες ευχές έχουν να κάνουν με θέματα υγείας (δε λείπουν και τα "παγκόσμια ειρήνη και ευτυχία", σαν να τα έγραψε η περσινή Μις Κόσμος), κάποιος ζητάει από την Παναγία να πάρει το πρωτάθλημα η Ανκαραγκιουτσού.
Είναι αυτό που λέμε #epic.
Και μετά την Έφεσο πηγαίνουμε από την άλλη πλευρά, μετά το Σελτζούκ, και καταλήγουμε στο Σιρίντσι (Sirince, που σημαίνει, διόλου τυχαία, "χαριτωμένο"), ένα ορεινό χωριό που αναφέρει στα "Ματωμένα Χώματα" η Διδώ Σωτηρίου και το οποίο κατοικείτο από Έλληνες μέχρι την ανταλλαγή πληθυσμών του 1924, όμως οι κατοπινοί του κάτοικοι διατήρησαν την αρχιτεκτονική του χωριού, με αποτέλεσμα πολλά σπίτια της εποχής να υπάρχουν μέχρι και σήμερα.
Εκεί ψωνίζουμε ξύδι μπαλσάμικο με ρόδι, τοπική σπεσιαλιτέ, χειροποίητα σαπούνια, καθώς και μάρκες από σοκολάτες και πατατάκια που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα. Γιατί η "γουρουνιά" δε γνωρίζει σύνορα.
Επιστρέφουμε πίσω στο Κουσάντασι και έχουμε αρκετή ώρα για να περιπλανηθούμε στο παζάρι και να αγοράσουμε αναμνηστικά. Οι ντόπιοι αποδεικνύονται καλύτεροι από μένα στα παζάρια, έχοντας άλλωστε και πολύ μεγαλύτερη εμπειρία, και τελικά φεύγω με... φέσι. Όπως μου εξήγησαν αργότερα στο πλοίο, θα μπορούσα να είχα πληρώσει ακόμα και τα μισά αν ήμουν λίγο (πολύ, στην πραγματικότητα) πιο πιεστικός, και θα ήμασταν και οι δύο χαρούμενοι. Αλλά και πάλι, χαρούμενος είμαι. Και αυτή η οποία παρέλαβε τις πασμίνες που της αγόρασα είναι ακόμα πιο χαρούμενη.
Αναχώρηση από Κουσάντασι στις 5 το απόγευμα. Δεν προβλέπεται άλλη στάση για σήμερα, και αν αναρωτιέσαι τι θα κάνεις Σάββατο βράδυ στο πλοίο, η απάντηση έρχεται από μόνη της: Το βράδυ, μετά το φαγητό, έχουν συναυλία οι Rec, ένα ελληνικό συγκρότημα "dance-hip pop", θα το περιέγραφα.
Όμως μέχρι τότε, ας πούμε δυο λόγια για το φαγητό. Πλούσιος μπουφές, κυρίως ελληνική κουζίνα (να έχουν να λένε και οι ξένοι τουρίστες ότι έφαγαν ένα μουσακά ή ένα πιάτο γεμιστά), και για να μη μακρηγορώ, την επόμενη φορά θα πάρω μαζί μου και ένα-δυο ρούχα που να είναι ένα νούμερο μεγαλύτερα, για να χωράω. (εδώ υποτίθεται ότι θα υπήρχε μία φωτογραφία από το μουσακά που παρήγγειλα εκείνη τη μέρα, όμως εξαφανίστηκε πριν προλάβω να πω cheese)
Και μετά, Rec. Κέφι επί σκηνής, με τραγούδια δικά τους και άλλων συγκροτημάτων της ίδιας συνομοταξίας, τα οποία αν και ακατανόητα για τους ξένους (και καμιά φορά και για τους Έλληνες) απέσπασαν αρκετά χειροκροτήματα.
Επίσης, από τη συναυλία αυτή έχει διαρρεύσει ένα βίντεο με κάποιον που μου μοιάζει να ανεβαίνει στη σκηνή, μετά από πρόσκληση ενός μέλους του συγκροτήματος, και να τραγουδάει μαζί με τους Rec τραγούδια των Locomondo. Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός ο κύριος, πρόκειται προφανώς περί παρεξήγησης. Εγώ δεν παίζω Pro.
Η Κυριακή ξημερώνει στο Ηράκλειο Κρήτης. Ξαφνικά, νόμιζα ότι γινόταν σεισμός, αφού μόλις πατάω το πόδι μου νιώθω τη γη να σείεται. Όμως δεν ήταν σεισμός, αλλά ένας τοπικός αγώνας 5 και 10 χιλιομέτρων στο κέντρο της πόλης, στον οποίο ήταν τόσοι πολλοί οι συμμετέχοντες, που αργότερα σκέφτηκα ότι δεν έχω δει τόσους τρελούς μαζεμένους, τσιμπώντας την τελευταία μπουκιά από τη δεύτερη μπουγάτσα, με τυρί αυτή τη φορά, στην πλατεία Λιονταριών, βυθισμένος στην καρέκλα μου.
Η επίσκεψη στο Ηράκλειο ήταν αξιοσημείωτη (εκτός φυσικά από τη μπουγάτσα και τα ανεβατά που πήρα μετά για το σπίτι, αλλά τα μισά τα έφαγα στο πλοίο) για το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης, στο οποίο εκτίθενται τα σημαντικότερα ευρήματα από τη μινωική περίοδο. Ναι, αυτά περιλαμβάνουν το δίσκο της Φαιστού, ένα αυθεντικό "ζατρίκιον" (κάτι σαν τάβλι, αλλά με ακόμα πιο γελοίο όνομα), πολλές αναστηλωμένες τοιχογραφίες σαν αυτές που βλέπαμε στο βιβλίο της Ιστορίας στο δημοτικό πριν το κλείσουμε και ανοίξουμε τηλεόραση, και τον περίφημο "διπλό πέλεκυ" της μινωικής Κρήτης.
(σημειωτέον: Οι φωτογραφίες επιτρέπονται εντός του μουσείου αρκεί να μη χρησιμοποιείτε φλας) Για τους geeks της ιστορίας, η πληροφορία ότι τελικά οι Μινωίτες φαίνεται πως έκαναν και ανθρωποθυσίες, όπως αποδεικνύει ένα εγχειρίδιο που βρέθηκε καρφωμένο πάνω σε έναν σκελετό (όχι εγχειρίδιο μαγειρικής, μικρό μαχαίρι εννοώ), και το οποίο μάλιστα εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο, δίνει ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον στη μινωική εποχή.
Επίσης, μία άλλη πληροφορία που συγκλόνισε τον μικρό και ταπεινό κόσμο μου ήταν ότι τελικά ο μινωικός πολιτισμός δεν καταστράφηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, όπως μάθαμε στο σχολείο, αλλά από κάποιον άλλο αδιευκρίνιστο λόγο, καθώς φαίνεται ότι η έκρηξη προηγήθηκε τελικά 100 ή και 150 χρόνια πριν το τέλος του μινωικού πολιτισμού, οπότε μάλλον οι Μινωίτες θα πρέπει να βρουν μια πιο πειστική δικαιολογία για το πώς εξαφανίστηκαν από προσώπου γης.
Και μιλώντας για το ηφαίστειο της Σαντορίνης, αυτή ήταν και ο επόμενος προορισμός μας, ολοκληρώνοντας ουσιαστικά και την αρχετυπική πορεία μιας κρουαζιέρας, "Μύκονο και Σαντορίνη, σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι που τρώνε λινγκουίνι πάνω σε ένα πατίνι και πίνουν μαρτίνι με γρεναδίνη". Εδώ τα πράγματα ήταν λίγο πιο πολύπλοκα, καθώς η Σαντορίνη δε διαθέτει λιμάνι όπου να μπορεί να δέσει ένα κρουαζιερόπλοιο και η πρόσβαση είναι εφικτή μόνο με βάρκα ("λάντζα" τη λένε, εμένα άλλα πράγματα μου θυμίζει η λέξη αυτή, όχι και τόσο ευχάριστα), την ώρα που το Louis Olympia περιμένει υπομονετικά μεσοπέλαγα να επιστρέψουμε από την ξενάγηση.
Η Σαντορίνη είναι πραγματικά μαγικό μέρος. Δε θα το πιστέψετε, αλλά ούτε εκεί είχα πάει ποτέ. Αλήθεια, να μη σώσω να ξαναπάω αν λέω ψέματα. Δεν ξέρω πώς θα μπορούσα να περιγράψω το νησί αυτό σε κάποιον που δεν έχει πάει ποτέ. Το μόνο που θα μπορούσα να του πω είναι "να πας να το δεις μόνος σου, γιατί ό,τι και να σου πουν δεν είναι αρκετό, απλά φρόντισε να είσαι ερωτευμένος όταν θα πας ή να ερωτευτείς εκεί, για να καταλάβεις ακριβώς γιατί όλοι γύρω σου λένε "Σαντορίνη" και τα μάτια τους μετατρέπονται σε κόκκινες καρδούλες που χτυπούν δυνατά, όπως στα καρτούν".
Ναι, αυτό ακριβώς θα του έλεγα, κι ό,τι κατάλαβε, κατάλαβε.
Δεν μπορώ να πω αν μου άρεσε περισσότερο η Οία ή τα Φηρά. Και δεν υπάρχει και λόγος για τέτοια εκβιαστικά διλήμματα, στα οποία η απάντηση είναι πάντα λάθος. Βινσάντο να μην ξεχάσετε να πάρετε φεύγοντας. Εγώ το ξέχασα. Και φιστίκια, πολλά φιστίκια.
Επιστροφή στο πλοίο, μετά από μια γεμάτη μέρα, φαγητό και μετά ελληνική βραδιά. Μια βραδιά για να νιώσουν οι ξένοι τουρίστες σαν πρωταγωνιστές του "My Big Fat Greek Wedding" και οι Έλληνες τουρίστες σαν στο σπίτι τους, με ελληνική μουσική και πολλά opa.
Το πλοίο πιάνει λιμάνι σε λίγες ώρες, τα ξημερώματα της Δευτέρας. Σκέφτεσαι προς στιγμήν ότι επιστρέφεις στη ρουτίνα, τη δουλειά, τη φασαρία, το άγχος. Αλλά έχεις στις αποσκευές σου, μαζί με τις πασμίνες, τα γλυκά και τα φιστίκια, και την ηρεμία που χρειάζεται για να μπορέσεις να τα αντιμετωπίσεις όλα αυτά. Μέχρι τις επόμενες διακοπές.
Ως τα ξημερώματα, μπορείς να διασκεδάσεις όσο θες, όσο χρειάζεται για να πάρεις κουράγιο και να αφήσεις το Louis Olympia πίσω σου.
Άντε, ya mas!
Περισσότερες πληροφορίες με ένα κλικ εδώ