Του Γιώργου Λαμπίρη
Πολλοί προορισμοί, μεταξύ τους και η Αντίπαρος έγινε... λίγο πιο διάσημη τα τελευταία χρόνια. Ήταν εκείνο το νησί, όπως πολλά άλλα των Κυκλάδων κέντρισε το βλέμμα πολλών ταξιδευτών. Το νησιωτικό παραπαίδι της Πάρου, βαπτισμένη Ωλίαρος από τους αρχαίους.
Ψάχνοντας πώς θα μπορέσω να συνδυάσω την παραμονή μου εκεί, ο δρόμος μου μ' έβγαλε στην πόρτα μίας γυναίκας που διατηρεί μια σχέση σχεδόν ερωτική με το νησί.
Η Ειρήνη Σιώτη, ανήκει στις δύο πρώτες οικογένειες, εκτός Αντιπάρου, που έφτιαξαν σπίτι εκεί, ερχόμενες από την Αθήνα. Η ίδια έμενε σε μία από τις πιο ακριβές συνοικίες της Παλιάς Αθήνας, το Ελληνικό και μετά το γάμο της μεταφέρθηκε στην Αμερική. Μια συγκυρία ή μάλλον η προτροπή μιας φίλης της την έφερε για πρώτη φορά στην Αντίπαρο το 1955.
(Η Ειρήνη Σιώτη στο σπίτι της στην Αντίπαρο)
Οι πρώτοι 'ξενόφερτοι'
“Όταν ήρθαμε εδώ υπήρχε μόνο ένα ξενοδοχείο, το 'Ανάργυρος' που βρίσκεται στο κέντρο. Τουαλέτες δεν υπήρχαν και το ρόλο τους υποκαθιστούσαν τα χωράφια. Ούτε όμως και ηλεκτρικό. Ήμαστε οι δεύτεροι που ήρθαν από την Αθήνα εδώ και χτίσαμε σπίτι. Μαζί μας άλλη μια αθηναϊκή οικογένεια και ένας Ελβετός. Οι τρεις πρώτοι 'ξενόφερτοι' της Αντιπάρου”, περιγράφει η κυρία Σιώτη.
"Η 'Μανταλένα' με έστειλε στην Πάρο"
“Ζούσα στην Αμερική τότε. Αφού γεννήθηκε η κόρη μου, θέλαμε να έρθουμε το 1961 στην Αντίπαρο. Η επιθυμία μας όμως βρήκε εμπόδιο τα γυρίσματα της “Μανταλένας”. Τα ελάχιστα δωμάτια ήταν ανύπαρκτα καθότι το μοναδικό ξενοδοχείο ήταν κλεισμένο για τους ηθοποιός και το κινηματογραφικό επιτελείο. Έτσι πήγαμε στον Δρυό της Πάρου, όπου δεν υπήρχε τίποτα εκεί παρά μόνο ένα παλιό εργοστάσιο. Ένας προύχοντας της εποχής, ο Ραγκούσης, χάριζε οικόπεδα. Ο πατέρας μου με ρώτησε τότε αν θα ήθελα να μείνω εκεί. Καθότι είχα μανία με τις βάρκες και αγαπούσα τη θάλασσα, πήρα μια βάρκα για να δοκιμάσω τα νερά και τον αέρα της περιοχής. Κατάλαβα αμέσως όμως ότι τα οικόπεδα ήταν σε σημείο που τα έπιανε ο Βοριάς και επομένως ακατάλληλα για να μείνει κανείς. Και αποφασίζω ότι η Πάρος δεν έκανε για μένα”.
Το 1964 αγοράζει από τον ιδιοκτήτη ενός τοπικού ανεμόμυλου ένα οικόπεδο έξι στρεμμάτων, δίνοντας 500 δολάρια. Εκείνος με τη σειρά του αγοράζει με τα χρήματα αυτά καινούργια πανιά για το μύλο του κι έτσι ο 'γάμος' της κυρίας Σιώτη με το νησί είναι πια γεγονός. Το σπίτι της στα σύνορα του κεντρικού οικισμού του νησιού ήταν χριστουγεννιάτικο δώρο του πατέρα της.
"Μόνο μια γυναίκα ήξερε να κολυμπάει"
“Από το '64 έως το '74 μέναμε στο νησί χωρίς ηλεκτρικό σε συνθήκες σχεδόν πρωτόγονες. Φανταστείτε ότι εκτός από μένα στο νησί, κολύμπι ήξερε μόνο μια κοπέλα. Οι γυναίκες δεν κολυμπούσαν εκείνη την εποχή. Μια συνονόματη μου Ειρήνη ήξερε να κολυμπά γιατί ο πατέρας της είχε βάρκα και της είχε μάθει να... παλεύει τα νερά. Όλη η οικογένειά μου ήξερε να κολυμπάει και ο πατέρας μου βουτούσε στο Βόσπορο”, θυμάται η ίδια.
Από τότε, κάθε καλοκαίρι της ήταν συνδυασμένο με το μικρό νησάκι του Νοτίου Αιγαίου. “Κανείς δεν μπορούσε να μείνει όλο το χρόνο. Τον υπόλοιπο καιρό έμεναν μόνο οι ντόπιοι, οι οποίοι δούλευαν στα υπερωκεάνια ή ήταν ψαράδες, ενώ οι γυναίκες τους έφευγαν υπηρέτριες σε σπίτια στην Αθήνα”.
Όταν τα αυτοκίνητα 'κολυμπούσαν' πάνω σε τάβλες
Η αυτοκίνηση στο νησί άργησε να γίνει πραγματικότητα. Η Ειρήνη Σιώτη θυμάται τα πρώτα χρόνια, όταν όλες οι μετακινήσεις και οι εργασίες στην Αντίπαρο γίνονταν με μουλαράκια.
“Τα πρώτα αυτοκίνητα που ήρθαν από την Πάρο στην Αντίπαρο έφτασαν σε τάβλες από την Πούντα πάνω σε καΐκια και ήταν μόνο τρακτέρ. Αν κάποιος ήθελε να περάσει απέναντι από την Πάρο έκανε όποιος ήθελε σήμα, ανοίγοντας την πόρτα της εκκλησίας στην Πούντα, το κοντινότερο σημείο πρόσβασης στο νησί. Έτσι, πήγαινε το καΐκι και τον έπαιρνε”.
Η Αντίπαρος άρχισε να γίνεται περισσότερο γνωστή όταν ξεκίνησαν οι ανασκαφές στο Σαλιαγκό. Νησίδα, όπου ανακαλύφθηκε ο ομώνυμος αρχαιολογικός χώρος και μάλιστα ο αρχαιότερος οικισμός των Κυκλάδων.
Οι δύο επιφανείς Αθηναίοι που άνοιξαν το δρόμο και ο Τομ Χανκς
Δύο επιφανείς Αθηναίοι της εποχής, ο Ιάσων Τσάκωνας και ο Λαμπαδάρης, έφτιαξαν σπίτια, φροντίζοντας με τον τρόπο τους να ακουστεί το όνομα του μικρού νησιού. Πολύ αργότερα άρχισαν να αγοράζουν σπίτια, προσωπικότητες όπως ο Τομ Χανκς και το νησί απέκτησε μεγάλη φήμη. Πολλά γράφτηκαν και για άλλους ηθοποιούς ή καλλιτέχνες, όπως η Μαντόνα, κάτι που όπως αποδείχθηκε δεν ίσχυε. Η φήμη της ξεκίνησε από στόμα σε στόμα να εξαπλώνεται όλο και περισσότερο.
Για την κυρία Σιώτη η Αντίπαρος είναι το δικό της καλοκαιρινό καταφύγιο. “Μ' αρέσει γιατί το σπίτι μου είναι τόσο κοντά στη θάλασσα που τόσο αγαπάω. Εδώ μπορώ να είμαι κοντά σε όλα και να μη χρησιμοποιώ αυτοκίνητο. Να κάνω μπάνιο πρωί, μεσημέρι, βράδυ και να είναι ένα βήμα από εκείνη. Γνώρισα κόσμο και δέθηκα μαζί του εδώ”, εξηγεί.
Το νησάκι βρίσκεται σε απόσταση λιγότερη από μίλι, νοτιοδυτικά της Πάρου, για όποιον θέλει να περάσει με καράβι απέναντι. Ίσως Εκείνη, έχει κάτι από το χθες, καθώς ο τουρισμός μπορεί να αναπτύχθηκε, αλλά δεν στάθηκε ικανός να την αλλοιώσει.
Η Ειρήνη Σιώτη την έζησε στο χθες, αλλά και στο σήμερα. Η ίδια ανοίγει φιλόξενα την πόρτα για όποιον θέλει να βρεθεί εκεί, και θυμάται μια γνωστή της που έμενε στην Αμερική: “Τι τυχερή είσαι που μένεις στη Νέα Υόρκη και έχει αυτοκίνητα”, αναφώνησε η κυρία Σιώτη στην επισκέπτρια. Η Αμερικανίδα έδωσε αμέσως τη δική της απάντηση: 'Τι τυχερή είσαι που μένεις εδώ και βλέπεις τ' άστρα'”. Αυτή είναι η αστρόφωτη Αντίπαρος της Ειρήνης Σιώτη. Το νησί που εκείνη ζει και αγαπάει κι ας είχε ρίζες στην Τήνο. Με τον τρόπο της ίσως θέλει να θυμίζει, ότι 'πατρίδα' για τον καθένα δεν είναι αυτή που τον γέννησε, αλλά εκείνη που κατάφερε να τον κάνει δικό της...
*Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες είναι από το αρχείο της Ειρήνης Σιώτη και ορισμένες από τις έγχρωμες ανήκουν στον Panagiotis Vich