Της Ελένης Νικολούλια
Πως μας βλέπουν άραγε -ακόμα- οι ξένοι;
Πρόσφατα ταξίδεψα στο Μεγάλο Μήλο. Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά. Βρίσκεται εκεί όλη μου η οικογένεια και έτσι κατά καιρούς η πτήση για JFK με περιμένει. Όλα αυτά τα χρόνια λοιπόν, παρατηρώ σχεδόν γελώντας τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η Ελλάδα. Ήταν όμως η πρώτη φορά που έπιασα τον εαυτό μου να εξοργίζεται από την εικόνα αυτή. Η χώρα μας περνάει τις μαύρες της.
Έχει ανάγκη τον τουρισμό πιο πολύ από ποτέ. Θα έλεγε λοιπόν κανείς πως το λογικότερο είναι η εικόνα μας στο εξωτερικό να είναι -ειδικά αυτόν τον καιρό- καλή, αν όχι άψογη που θα ήταν και το ιδανικό. Εξοργίστηκα γιατί η Ελλάδα παραμένει συνυφασμένη με το “pita, gyro”. Εξοργίστηκα γιατί ο μαίανδρος, η “αρχαιοελληνική” γραμματοσειρά και τα λοιπά “γαλανόλευκα” παραμένουν τα χαρακτηριστικά μας.
Εξοργίστηκα δε ακόμα περισσότερο όταν “ελληνικό” εστιατόριο, στο κέντρο του Μανχάταν σερβίρει... παραδοσιακό, ελληνικό σις κεμπάπ μα κυρίως σάστισα όταν διαπίστωσα πως η εικόνα της Ελλάδας συνεχίζει να πλασάρεται ως “Big fat Greek wedding” (με ό, τι αυτό συνεπάγεται) και από νέες επιχειρήσεις, από νέους ανθρώπους. Κατανοώ απόλυτα την ανάγκη των Ελλήνων μεταναστών να διατηρήσουν όσο πιο άμεση επαφή γίνεται με τις ρίζες τους.
Άλλωστε ξαναλέω πως όλη μου η οικογένεια είναι εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα μετανάστες στην Αμερική, που δούλεψαν σε εστιατόρια, που πάσχισαν για μια καλύτερη ζωή που παντρεύτηκαν, που έκαναν παιδιά και που πάντα είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους αν όχι να επιστρέψουν στην Ελλάδα, τουλάχιστον να διατηρήσουν τις ρίζες τους όσο πιο έντονα μπορούν.
Και δεν λέω, μα ούτε ξέρω αν αυτό είναι σωστό ή λάθος. Ξέρω όμως, και λέω με σιγουριά πως Ελλάδα του 2013 δεν σημαίνει μαίανδρος και γαλανόλευκα, ούτε σημαίνει μόνο γύρος και τζατζίκι. Σημαίνει (και) φιλοξενία, κάτι που στην πλειοψηφία των “ελληνικών” εστιατορίων γίνεται από Πακιστανούς σερβιτόρους.
Σημαίνει (και) αγνές και τόσο ξεχωριστές πρώτες ύλες που όμοιές τους δεν βρίσκουμε πουθενά στον κόσμο, και που σήμερα στη Νέα Υόρκη αν θες μια απλή γεύση Ελλάδας, όχι μόνο δεν θα βρεις αλλά αντίθετα θεωρώ πως θα σιχαθείς δοκιμάζοντας. Και ναι, κάτι πάει να γίνει με τα δεκάδες γιαουρτάδικα που εκτός από δική μας “μάστιγα” υπάρχουν και εδώ. Τι να το κάνεις όμως όταν το πιο γνωστό, πετυχημένο και νόστιμο “real Greek yogurt”, το Chobani, ήταν ιδέα, πρόοδος και τελικά υπερ-επιτυχημένη επιχείρηση ενός Τούρκου; Και κάπου εδώ όμως, αν το καλοσκεφτείς, πολλά συμπεράσματα βγαίνουν.
Αν για παράδειγμα είσαι “ξένος” και κάνεις μια βόλτα στο Μανχάταν, ή στο κιτσαριό της Αστόρια που με θράσος υπερχρεώνει σχεδόν εξωφρενικά το οτιδήποτε ελληνικό, μια εικόνα θα έχεις στο μυαλό σου για την Ελλάδα: “Εδώ τρώνε πίτα-γύρο με τόνους λαδιού, τρώνε μπαγιάτικο αρνί με περίεργες σάλτσες, ακούνε ρυθμούς από συρτάκι κάθε μέρα, γράφουν με αρχαιοελληνικές γραμματοσειρές και τα σπίτια τους είναι γαλανόλευκα και γεμάτα με κίονες και μαιάνδρους. Μετά έρχονται στην Ελλάδα, και σαφώς αναζητούν αυτή την εικόνα.
Την βρίσκουν στα πιο χυδαία, στα πιο “τουριστικά”, στα πιο εξωφρενικά άσχημα μέρη. Φεύγουν δυσαρεστημένοι, και δεν ξανάρχονται ποτέ. ΥΓ: Σαφώς και υπάρχουν εξαιρέσεις με πολύ λαμπρά παραδείγματα ελληνικού στοιχείου, κυρίως στα εστιατόρια, τα οποία μάλιστα έχουν πάρει και αρκετές βραβεύσεις. Αλήθεια όμως, αρκούν για να δείξουν την “πραγματική”, σύγχρονη, όμορφη, μοντέρνα, χωρίς σουβλάκι Ελλάδα;
Stin ugia mas!