Της Βίκης Βαμιεδάκη
Πήγα πρώτη φορά στη Σαντορίνη πριν από περίπου 20 χρόνια. Ήμουν στο κατάστρωμα ενός κρουαζιερόπλοιου, όταν την ώρα που έδυε ο ήλιος πλησιάζαμε το λιμάνι και αντίκρισα την καλντέρα. Love at first sight, τέλος.
Παρακολουθώ χρόνια την τουριστική εξέλιξη του παράξενου αυτού νησιού. Λέω παράξενου, γιατί δεν μοιάζει με κανένα από τα υπόλοιπα 2.500 νησιά της χώρας. Ξεχωρίζει για τις ομορφιές που του χάρισε το ηφαίστειο, που μπορεί να έχουν περάσει 3.600 χρόνια από την τελευταία έκρηξη του, όμως εξακολουθεί να είναι ο κύριος λόγος αναφοράς του. Ήταν ένα φτωχό νησί, μέχρι οι ντόπιοι να ανακαλύψουν τον τουρισμό.
Τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν πολλά, η τουριστική ανάπτυξη ήταν ραγδαία. Χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό, όρια και κανόνες δόμησης, τοπικούς άρχοντες με όραμα και μεράκι και με τους μόνιμους κατοίκους να μην γνωρίζουν από τουριστικές υπηρεσίες και υποδομές, τα λάθη ήταν μεγάλα. Η υπερδόμηση της καλντέρας, ήταν ίσως το σοβαρότερο, μαζί με το ξερίζωμα του σπουδαίου αμπελώνα για να χτιστούν ξενοδοχεία. Η παραδοσιακή της αρχιτεκτονική υπέκυψε σε ένα βαθμό στο νεότερο κυκλαδίτικο στυλ, όπως άλλαξαν και τα χρώματα και κυριάρχησε το λευκό και το μπλε.
Μικρά ξενοδοχεία και μαγαζάκια ξεφύτρωσαν σα μανιτάρια παντού, με τους ντόπιους να προσπαθούν να φιλοξενήσουν τουρίστες, μη έχοντας καμία γνώση και εκπαίδευση, αφού οι περισσότεροι ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι. Θα μου πείτε το ίδιο δεν έγινε σε όλη τη χώρα; Ναι σχεδόν σε όλη γι’ αυτό έχουμε κακοποιήσει κάθε της γωνία, το θέμα μας όμως είναι η Σαντορίνη.
Από την άλλη οι κρουαζιεράδες από νωρίς ανακάλυψαν την ομορφιά της και αψηφώντας την ανυπαρξία λιμανιού που θα μπορούσε να υποδεχτεί τα καράβια τους, τα αράζουν στα ανοιχτά και φορτώνουν τους επιβάτες τους στις βάρκες. Από εκεί ως γνωστόν θα πάρουν το τελεφερίκ για να ανέβουν. Πολλοί επιχειρηματίες επίσης από νωρίς αναγνώρισαν τη μοναδικότητα της και έχτισαν μικρά ξενοδοχεία με υπόσκαφα λιλιπούτια δωμάτια, που τα χρεώνουν όσο θέλουν, διότι η θέα τους κόβει την ανάσα. Βεβαίως και υπάρχουν τουρίστες που πληρώνουν από 1.000 έως 10.000 τη βραδιά για μια νύχτα μέσα στο μαγικό βράχο της καλντέρας.
Αγαπημένος προορισμός και για τους έλληνες, που πραγματοποιούσαν εκατοντάδες χιλιάδες διανυκτερεύσεις κάθε σεζόν. Ρομαντικό νησί, ζευγαρο-νήσι, που παρά τη φήμη που ήθελε να χωρίζουν τα ζευγάρια που πηγαίνουν εκεί διακοπές, ουδείς πτοούνταν. Ίσως το έκαναν για να δουν αν είναι αλήθεια!
Κάποια στιγμή, ο προορισμός «έκανε κοιλιά», έπρεπε οι μηχανές να κάνουν επανεκκίνηση, έπρεπε η Σαντορίνη να βρει τον δικό της δρόμο, την ταυτότητα της. Όπως όλοι οι προορισμοί, έτσι και αυτός για να πετύχουν τους στόχους τους, πρέπει να ξέρουν σε ποιους κυρίως τουρίστες απευθύνονται.Τα τελευταία χρόνια γίνεται συστηματική δουλειά πάνω σε αυτό τον τομέα.
Πιστεύω ότι η Σαντορίνη είναι ένα «τυχερό» νησί, γιατί αγαπήθηκε πολύ και από ανθρώπους που δεν ήταν η πατρίδα τους, αλλά το έκαναν πατρίδα τους. Πήγαν εκεί με στόχο να μείνουν για πάντα, επενδύοντας έμμεσα ή άμεσα στον τουρισμό, φέρνοντας μαζί τις γνώσεις και τις ιδέες τους. Βρήκαν και ντόπιους υποστηρικτές και όλοι μαζί σήμερα, πάνε το νησί ένα βήμα παρακάτω.
Έχει σοβαρά πράγματα να υπερηφανεύεται σήμερα η Σαντορίνη.
Ο Συνεταιρισμός της, από τους καλύτερους της Ευρώπης, κατάφερε και πιστοποίησε, όλα τα σπουδαία και μοναδικά προϊόντα του νησιού. Τη φάβα, το τοματάκι, το ασύρτικο, το νυχτέρι. Τα βραβεία που αποσπούν τα κρασιά του νησιού είναι από τα μεγαλύτερα σε όλο τον κόσμο, ενώ τα προϊόντα της πωλούνται στις υψηλότερες τιμές του είδους τους.
Με Προεδρικό Διάταγμα που ψηφίστηκε επιτέλους πριν από μήνες, απαγορεύτηκε για πάντα η δόμηση στην καλντέρα και κοντά σε αρχαιολογικούς χώρους, αλλά και σε χωράφια με αμπέλια και άλλες βασικές καλλιέργειες. Ο αρχαιολογικός χώρος του Ακρωτηρίου άνοιξε και πάλι, με το νέο βιοκλιματικό σκέπαστρο και είναι ένα από τα σημαντικότερα επισκέψιμα μνημεία του κόσμου.
Βλέπουμε να χτίζονται νέα ξενοδοχεία, που αναβιώνουν την αυθεντική τοπική αρχιτεκτονική και το χρώμα, με υπηρεσίες πολλών αστέρων. Ολόκληρους οικισμούς να αναστηλώνονται με σεβασμό στο παρελθόν και την ιστορία τους.
Η δουλειά που έχει γίνει με την τοπική γαστρονομία, είναι μεγάλη, σωστή και συστηματική, ώστε σήμερα η Σαντορίνη να είναι ο μόνος σχεδόν πλήρης γαστρονομικός προορισμός της Ελλάδας. Σεφ από όλη τη χώρα δουλεύουν εκεί όλο το καλοκαίρι, τα εστιατόρια της βραβεύονται, πλούσιοι τουρίστες από την Κρήτη την επισκέπτονται κάθε μέρα για φαγητό. Φέτος η Δημοτική αρχή, ανακήρυξε το 2013 «Έτος Γαστρονομίας», πιστοποιώντας και στηρίζοντας όλη αυτή την προσπάθεια.
Σαφώς πρέπει πολλά να γίνουν ακόμη. Η νοοτροπία που κυριαρχεί ακόμα στους πολλούς για τον τουρισμό και το εύκολο κέρδος μερικούς μήνες και μετά διακοπές στην Ταϊλάνδη, πρέπει να αλλάξει μέσα σε μια νύχτα. Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια. Ο τουρίστας ξύπνησε. Ειδικά ο πλούσιος, μεμονωμένος τουρίστας, που επισκέπτεται προορισμούς όπως η Σαντορίνη.
Σαφώς και δεν μπορούν να ξεφορτώνουν από 3.000 τουρίστες, 5-6 κρουαζιερόπλοια κάθε μέρα. Δεν γίνεται αυτό, δεν μπορεί να το αντέξει το νησί. Πρέπει να μπουν σωστοί και λειτουργικοί περιορισμοί. Θεωρώ ότι η Σαντορίνη είναι σε καλό δρόμο και θα μπορέσει να βρει την ταυτότητα της αν επιμείνει με αυτό τον τρόπο. Το παράδειγμα της στη γαστρονομία, μπορούν και πρέπει να το ακολουθήσουν και άλλοι ελληνικοί προορισμοί.
Όσο για εμένα και για αρκετούς από εσάς, ο έρωτας με το νησί καλά κρατεί…