Περίπου δέκα χρόνια πριν και όταν ακόμα δούλευα σε μια μεγάλη οικονομική εφημερίδα, είχα επισκεφτεί τη Θεσσαλονίκη.
Τέτοιες μέρες ήταν και ο τουριστικός κόσμος της χώρας ετοιμαζόταν να επισκεφτεί τη δική μας διεθνή έκθεση τουρισμού Philoxenia. Η έκθεση αυτή, είχε ξεκινήσει να διοργανώνεται ταυτόχρονα σχεδόν με τις άλλες μεγάλες εκθέσεις του εξωτερικού, του Λονδίνου, του Βερολίνου, της Μαδρίτης και όλοι ήλπιζαν ότι θα ακολουθήσει μια παρόμοια πορεία.
Εκείνη τη χρονιά είχα αναλάβει να γράψω το ρεπορτάζ για την εφημερίδα μου, όπως και έπραξα. Καταστροφή. Λιγότεροι εκθέτες, λιγότεροι επισκέπτες, ελάχιστες ξένες συμμετοχές…ένα κλασικό ελληνικό πανηγυράκι είχα περιγράψει και έπεσαν όλοι να με φάνε. Δεν ταίριαζε βλέπετε με το επίσημο δελτίο τύπου της έκθεσης, που φυσικά έλεγε ακριβώς τα αντίθετα. Και έπεσαν τα τηλέφωνα στους διευθυντές και αρχισυντάκτες μου και βρέθηκα απολογούμενη για όσα είχα δει με τα μάτια μου και ακούσει με τα αυτιά μου. Δέκα χρόνια μετά η κατάσταση είναι ακόμα πιο θλιβερή.
Η περυσινή Philoxenia απλωνόταν σε μόλις δυο περίπτερα, με ελάχιστους εκθέτες – έλληνες και ξένους - επισκέπτες, ανακοινώσεις, κλπ. Η έκθεση που είναι ανοικτή και για το κοινό δυο ολόκληρες μέρες, ίσα ίσα που προσελκύει κάποιους Θεσσαλονικείς (αν έχει κακό καιρό) και κάποια σχολεία, με τα παιδιά να μαζεύουν αφίσες και φυλλάδια, που τα περισσότερα πετιούνται στους κάδους της εξόδου. Η φετινή Philoxenia ξεκινά σε λίγες μέρες και οι διοργανωτές με ανακοινώσεις τους λένε ότι ξαναγεννιέται, ότι θα έχει πολλές καινοτομίες, ξένους επισκέπτες, κλπ. Μακάρι. Πράγμα δύσκολο βέβαια, αφού ακόμα κι αν αυτά γίνουν, έχει χάσει το τρένο ήδη και θέλει πολύ δουλειά για να φτάσει τον διεθνή ανταγωνισμό. Καμιά από τις διοικήσεις της αλλά και τον συνδιογρανωτή της ΕΟΤ δεν κατάφεραν να την αναδείξουν, να την εξελίξουν.
Μα δεν το βλέπαμε; Το βλέπαμε, αλλά εξακολουθούσαμε να πηγαίνουμε γιατί μας άρεσε αυτό το ραντεβού στη Θεσσαλονίκη. Άρεσε και αρέσει σε όλους η πόλη αυτή, η νυχτερινή της ζωή, ο καφές στην πλατεία Αριστοτέλους, τα μαγεριά στα Λαδάδικα, αυτή η αυθεντική ζωντάνια της. Γιατί αυτό είναι που κάνει μια πόλη να αγαπιέται και να κερδίζει τους επισκέπτες της. Η δική της ταυτότητα.
Η έκθεση ήταν η αφορμή, το κίνητρο για να γεμίζει η πόλη εκείνες τις μέρες. Συναντήσεις, δουλειές, διασκέδαση. Business and pleasure (το απόλυτο ζητούμενο στα επαγγελματικά ταξίδια), που τώρα όμως χωρίς business σε μια πεθαμένη έκθεση, πάει και το pleasure και μαζί τους ο τουρισμός της πόλης…
Βίκη Βαμιεδάκη