Της Βίκης Βαμιεδάκη
Τι καλά που πολλοί νέοι, σύγχρονοι και ωραίοι επιστρέφουν στην επαρχία, ανοίγουν επιχειρήσεις και βοηθούν τον τόπο τους να αναπτυχθεί!
Τι τραγωδία όμως όταν αποφασίζουν να μεταφέρουν στον νέο τόπο μόνιμης κατοικίας τους, την παλιά τους γειτονιά, απ’ το Λονδίνο, την Αθήνα ή τη Ρώμη… Ένα τέτοιο περιστατικό με έκανε κυριολεκτικά να σκιαχτώ πριν από λίγες μέρες, όταν επισκέφτηκα μια γραφική παραλιακή κωμόπολη της χώρας μας.
Ονόματα δεν λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε, άλλωστε το κακό έχει γίνει και μόνο ως παράδειγμα μπορώ να το αναφέρω, μπας και το αποφύγουν οι επόμενοι…
Η πρώτη εντύπωση από την εν λόγω κωμόπολη, μετά από πολλά χρόνια που είχαν να την επισκεφτώ – κοιτάζοντας την από ψηλά - ήταν αυτή που σε κάνει να νιώθεις ευλογημένος που ζεις στην Ελλάδα. Το γαλάζιο πέλαγος μπροστά, πίσω ένας καταπράσινος ελαιώνας να απλώνεται σαν φυσική ομπρέλα, πολύχρωμα σπίτια και κτίρια, καταπράσινες νησίδες με κάστρα και εκκλησάκια σαν ζωγραφιά, βραχάκια που σαν κάποιος τα έστησε εκεί για να συμπληρώσουν τον ακριβό πίνακα ζωγραφικής.
«Τι ομορφιά Θεέ μου» αναφώνησα και ‘γω και η παρέα, κατηφορίζοντας το μεγάλο κεντρικό στενό, που στα πρώτα σχεδόν βήματα μας έμεινε στο στόμα μόνο το «Θεέ μου»...
Η Βασίλισσα της ταμπέλας να την αποκαλέσω; Ο οργασμός των καλωδίων όλων των δημοσίων υπηρεσιών του κόσμου; Η παγκόσμια κορύφωση των καταστημάτων «φρόουζεν γιαουρτιών» να πω; Ο απόλυτος αχταρμάς, με τον κάθε επαγγελματία να κάνει ότι του κατέβει, να τοποθετεί τα ψυγεία και την πραμάτεια του παντού, να κρέμονται τα ψευτο-σουβενίρ (κατευθείαν από το εργοστάσιο της Κίνας) απειλητικά πάνω από τα κεφάλια των περαστικών;
Όσο για το Δημαρχείο, ε ναι, είχε μια από τις μεγαλύτερες και πιο κακόγουστες ταμπέλες, καρφωμένη στο κάγκελο του μικρού μπαλκονιού, ενός απίστευτου νεοκλασικού κτιρίου…
Φτάνοντας στην προκυμαία, οι εκπλήξεις ξεπέρασαν κάθε φαντασία. Ταβέρνες, καφετέριες, η κάθε μια με τη δική της τέντα, καρέκλα, τάπητα. Το πιο όμορφο και εντυπωσιακό κτήριο, βαμμένο σε ένα υπέροχο γαλάζιο, στολίζονταν από την τεράστια επιγραφή μεγάλης εταιρείας που κάνει απολέπιση ποδιών. Και εκεί που λέω ότι τα έχω δει όλα έρχεται το τελειωτικό χτύπημα. Ένα τεράστιο καφέ, ζαχαροπλαστείο, μπαρ και club το βράδυ υποθέτω, ολοκαίνουριο και γυαλιστερό, να δεσπόζει επιθετικά στο πιο κεντρικό σημείο.
Μαύρο. Αυτή η λέξη περιγράφει τη γενική εντύπωση, αλλά και κυριολεκτικά το χώρο. Το μαύρο χρώμα κυριαρχούσε παντού στο χώρο, όπως και οι αποχρώσεις του σε ανθρακί και γκρι. Αυστηρές βιομηχανικές γραμμές και urban design στο εξωτερικό και το εσωτερικό του χώρου, πολύ τσιμέντο και πολύ σίδερο για τα έπιπλα, τα οποία ευτυχώς είχαν λίγο χρώμα στα μαξιλάρια τους. Πλακάκι κεραμιδί για επένδυση στους εσωτερικούς τοίχους. Ο περήφανος ιδιοκτήτης δήλωσε με καμάρι ότι το δημιούργημα αυτό το έφτιαξε μια αρχιτεκτόνισσα που έχει κάνει ένα παρόμοιο, πολύ γνωστό μαγαζί στο Κολωνάκι. Δεν λέω, για το Κολωνάκι και αυτό το μαγαζί τέλειο θα ήταν.
Αλλά εκεί; Τι σχέση έχει αυτό το κτίριο με την γραφική, παραθαλάσσια κωμόπολη; Σε αυτή τη μαγική προκυμαία, από πού εμπνεύστηκαν όλο αυτό το κατασκεύασμα; Ο ιδιοκτήτης όταν είδε τα σχέδια, τι είχε στο νου του; Ο Δήμαρχος είναι ευχαριστημένος; Μα πως μπορεί ο καθένας να έρχεται στο σπίτι σου και να σου αλλάζει την πρόσοψη; Δηλαδή αν η συγκεκριμένη αρχιτεκτόνισσα ήταν επικεφαλής της ομάδας για τον καλλωπισμό της εν λόγω κωμόπολης τι θα έκανε; Θα γκρέμιζε τις προσόψεις και θα τα έκανε όλα μαύρα;
Όλα τα πράγματα έχουν κανόνες. Και φυσικά η αισθητική έχει κανόνες. Και το γούστο του ο καθένας μπορεί να το επιβάλει στο σπίτι του. Ένας επαγγελματίας όμως, όταν καλείται να δουλέψει σε έναν τόπο που κανείς δεν έχει φροντίσει να βάλει κανόνες και φραγμούς για την προστασία της αρχιτεκτονικής και του τοπικού χρώματος και ύφους, οφείλει μόνος του να τη σεβαστεί. Δεν μπορεί επειδή πέτυχε το «μαγαζί στο κολωνάκι» να το κάνει σχεδόν copy-paste οπουδήποτε αλλού και κανείς δεν τον ελέγχει για αυτό. Τσιμέντα, πλακάκια και μαύρα σίδερα; Αυτή είναι η αισθητική μας στην τουριστική, παραθαλάσσια Ελλάδα το 2013;
Μάλλον αυτή είναι…