Σύμφωνα με τα στοιχεία που έκανε γνωστά η IATA
Οι αεροπορικές εταιρείες κατέγραψαν «μεγάλη» ζήτηση τον Ιούλιο, περίοδο αιχμής στο βόρειο ημισφαίριο, φτάνοντας το 95,6% των επιπέδων του Ιουλίου του 2019, ανακοίνωσε σήμερα η Διεθνής Ένωση Αερομεταφορών (IATA).
Οι πτήσεις εσωτερικού για ακόμη μια φορά βοήθησαν στις ανοδικές τάσεις του κλάδου.
Με βάση υπολογισμού τον δείκτη εσόδων ανά επιβατοχιλιόμετρο (RPK), ένας από τους δείκτες αναφοράς στον κλάδο, οι αερομεταφορές του περασμένου Ιουλίου ήταν κατά μέσο όρο 108,3% της ίδιας περιόδου προ της πανδημίας της Covid-19, ανέφερε η IATA.
Ο δείκτης RPK στις πτήσεις εσωτερικού ξεπέρασαν από τον Απρίλιο τα επίπεδα προς πανδημίας, κυρίως λόγω της λήξης των ταξιδιωτικών περιορισμών στο εσωτερικό της Κίνας. Στη χώρα αυτή, οι πτήσεις εσωτερικού ανήλθαν τον Ιούλιο στο 122,5% του αντίστοιχου μήνα του 2019, υπογράμμισε η IATA στη μηνιαία παράδοση στατιστικών στοιχείων.
Ωστόσο, οι διεθνείς πτήσεις τον Ιούλιο αν και είχαν 29,6% άνοδο σε ετήσια βάση, ανέκαμψαν μόνο το 88,7% των επιπέδων RPK του αντίστοιχου μήνα πριν από τέσσερα χρόνια. Από την άλλη πλευρά, το ποσοστό πληρότητας αεροσκαφών στο 85,7%, είναι το υψηλότερο που έχει καταγραφεί ποτέ από την IATA.
«Το βόρειο ημισφαίριο εκπληρώνει τις προσδοκίες της ισχυρής ζήτησης» για αεροπορικά ταξίδια, δήλωσε ο γενικός διευθυντής της IATA, Γουίλι Γουόλς, σε ανακοίνωσή του.
Ο ίδιος ωστόσο εξέφρασε τη λύπη του για την «βαθιά απογοητευτική» κατάσταση στον τομέα της εναέριας κυκλοφορίας που προκάλεσε καθυστερήσεις, ιδίως μια πολύ μεγάλη βλάβη στα τέλη Αυγούστου στο Ηνωμένο Βασίλειο, «ένα φιάσκο», σύμφωνα με τον Γουόλς, αλλά και προβλήματα στελέχωσης αλλού, σημειώθηκε στο ΑΠΕ ΜΠΕ.
Σύμφωνα με την IATA, οι αερομεταφορές αναμένεται σχεδόν να επιστρέψουν το 2023 στον αριθμό των επιβατών τους πριν από την υγειονομική κρίση, στα 4,35 δισεκατομμύρια έναντι 4,54 το 2019.
Οι εταιρείες, κατά μέσο όρο παγκοσμίως, θα πρέπει να καταγράψουν τα πρώτα τους κέρδη φέτος μετά το ξέσπασμα της Covid-19, καθώς αυτά ανέρχονται στα 9,8 δισεκατομμύρια δολάρια. Έχασαν περίπου 183 δισεκατομμύρια σωρευτικά στο χρονικό διάστημα μεταξύ 2020 και 2022.