Νέο υπολογιστικό σύστημα για την διάγνωση αυτισμού σε βρέφη
Αναλύει τις κινήσεις και την συμπεριφορά τους
Ομάδα επιστημόνων από το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα ανέπτυξε ένα υπολογιστικό σύστημα που μπορεί να ανιχνεύσει δείκτες αυτιστικής συμπεριφοράς σε βρέφη έως 18 μηνών από το βάδισμα τους, τις κινήσεις του κεφαλιού και του σώματος τους καθώς και τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους.
Το εργαλείο ανάλυσης βίντεο αναπτύχθηκε από τον Jordan Hashemi και είναι σχεδιασμένο να αξιολογεί τέσσερα θεμελιώδη πρότυπα συμπεριφοράς: την οπτική παρακολούθηση, την απόσπαση της προσοχής, την εκδήλωση ενδιαφέροντος ή έλλειψη αυτού και διαταραχές στην κινητική συμπεριφορά.
Η ανάλυση γίνεται βάζοντας τα βρέφη να εκτελέσουν έναν αριθμό απλών ασκήσεων ή πράξεων, όπως αυτές ορίζονται από τους ειδικούς. Οι πράξεις αυτές περιλαμβάνουν την παρακολούθηση των κινήσεων τους, τις αντιδράσεις τους στην θέα ή τον ήχο ενός αντικειμένου, την επίκληση και την απόσπαση της προσοχής τους καθώς και την συμμετοχή τους σε παιχνίδια. Ανάλογα με τις αντιδράσεις τους, το σύστημα είναι ικανό να κρίνει αν πάσχουν από αυτισμό ή όχι.
Για παράδειγμα, η καθυστερημένη αντίδραση στο κούνημα μιας κουδουνίστρας μπροστά στο πρόσωπο τους, ή η παρατεταμένη προσοχή σε ένα αντικείμενο παρά τις όποιες προσπάθειες απόσπασης, συνήθως αποτελούν κάποια από τα πρώιμα σημάδια κινδύνου.
Σε μια από τις πρώτες μελέτες συμμετείχαν 15 βρέφη ηλικίας από πέντε έως 18 μηνών. Κάθε ένα από αυτά αξιολογήθηκε με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους, από έναν ειδικό ψυχολόγο, από έναν παιδοψυχίατρο, από δυο φοιτητές ψυχολογίας και από το νέο σύστημα. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως το σύστημα ξεπέρασε σε αποτελεσματικότητα τον παιδοψυχίατρο και τους δυο φοιτητές και έδινε στην πλειοψηφία των περιπτώσεων την ίδια εκτίμηση με τον ειδικό εμπειρογνώμονα.
Το λογισμικό ουσιαστικά έχει σχεδιαστεί για να αντικαταστήσει την δουλειά ενός ειδικού γιατρού, προσφέροντας έγκαιρη και ουσιαστική διάγνωση. Στον αυτισμό, η έγκαιρη διάγνωση μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την ζωή των βρεφών στην μετέπειτα ζωή τους, όμως οι περισσότερες οικογένειες δεν έχουν άμεση πρόσβαση στους ειδικούς γιατρούς, κάτι που συνήθως οδηγεί σε καθυστερημένη διάγνωση.