Η κριτική επαίνεσε το βραβευμένο μυθιστόρημα για τη σάτιρα και το χιούμορ του, αλλά ο Μπίτι δεν ενθουσιάστηκε με αυτές τις παρατηρήσεις
Ο Πολ Μπίτι είναι ο πρώτος Αμερικανός συγγραφέας που βραβεύεται με Booker. To φετινό λογοτεχνικό βραβείο Booker τού απονεμήθηκε την Τρίτη για το μυθιστόρημά του «Το ξεπούλημα» («The Sellout»), το οποίο έχει ως ήρωά του έναν νεαρό μαύρο που προσπαθεί να επαναφέρει τη δουλεία και το καθεστώς των φυλετικών διακρίσεων σε ένα προάστιο του Λος 'Αντζελες.
Ο Μπίτι που είναι 54 ετών, παρέλαβε εμφανώς ταραγμένος το βραβείο χθες το βράδυ στο Λονδίνο από τη Δούκισσα της Κορνουάλλης, λέγοντας στην ομιλία του, όπως μετέδωσε το BBC, ότι το μυθιστόρημά του είναι ένα δύσκολο και σκληρό βιβλίο. Ένα βιβλίο παρόλα αυτά που διαθέτει πολλαπλές οπτικές γωνίες μέσα από τις οποίες μπορεί να έρθουν σε επαφή μαζί του πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι.
Η Amanda Foreman, πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του Booker, που περιέλαβε στις λίστες του για τρίτη συνεχή χρονιά συγγραφείς από όλο τον πλανήτη (και όχι μόνο από τον αγγλόφωνο κόσμο, όπως συνέβαινε παλαιότερα), παρατήρησε ότι το μυθιστόρημα του Μπίτι τινάζει στον αέρα όλα τα κοινωνικά ταμπού, καταφεύγοντας σε ένα πολύ άγριο χιούμορ, ένα χιούμορ χαρακτηριστικό συγγραφέων όπως ο Μαρκ Τουέιν και ο Τζόναθαν Σουίφτ.
Η αμοιβή για τον νικητή (η απόφαση τα επιτροπής ήταν ομόφωνη) είναι 50.000 λίρες ενώ από 2.500 λίρες θα λάβουν οι υπόλοιποι πέντε της τελικής λίστας. Στην τελική λίστα έφτασαν οι Deborah Levy (Ηνωμένο Βασίλειο) για το «Hot Milk», Graeme Macrae Burnet (Ηνωμένο Βασίλειο) για το «His Bloody Project», Ottessa Moshfegh (ΗΠΑ) για το «Eileen», David Szalay (Καναδάς-Ηνωμένο Βασίλειο) για το «All That Man Is» και Madeleine Thien (Καναδάς) για το «Do Not Say We Have Nothing». Η τελευταία υποψηφιότητα εθεωρείτο μέχρι και την τελευταία στιγμή φαβορί.
Μιλώντας πριν από τη βράβευσή του (ως ένας εκ των υποψηφίων της τελικής λίστας) στον Guardian, ο Μπίτι είπε ότι το βιβλίο του αποτελεί ένα ξόρκι για να λύσει την κατάρα τού να είναι κανείς μαύρος και να ανήκει ταυτοχρόνως στην εργατική τάξη. Στην ίδια συνεντευξη ο συγγραφέας δήλωσε ότι έχει αντλήσει την έμπνευσή του από τη διαδρομή την οποία ακολουθεί κάθε φορά που επιστρέφει στο Λος 'Αντζελες, βλέποντας το πού κατά πάσα πιθανότητα θα είχε καταλήξει αν δεν είχε πάρει την απόφαση να το εγκαταλείψει. Το Λος 'Αντζελες: μια πόλη που μέχρι και σήμερα είναι υποχρεωμένος να ονομάζει σπίτι του και πατρίδα του ενώ του παραμένει τελείως ξένη.
Η κριτική επαίνεσε το βραβευμένο μυθιστόρημα για τη σάτιρα και το χιούμορ του, αλλά ο Μπίτι δεν ενθουσιάστηκε με αυτές τις παρατηρήσεις (τουλάχιστον με όσες επέμειναν μόνο στις κωμικές όψεις του έργου), αντιτείνοντας ότι, εκτός από το κωμικό κομμάτι, υπάρχουν και πλήθος άλλες, σοβαρές πλευρές, που έμειναν αδίκως έξω από τη συζήτηση. Προχώρησε μάλιστα περισσότερο, σημειώνοντας πως δεν ξέρει καν αν το μυθιστόρημά του είναι σάτιρα. Παρόλα αυτά η κριτική έχει εντοπίσει το στοιχείο της κωμωδίας και σε προηγούμενα έργα του.
O Πολ Μπίτι γεννήθηκε στο Λος 'Αντζελες το 1962 και σπούδασε δημιουργική γραφή στο Brooklyn Gollege και ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Έχει επίσης δημοσιεύσει δύο ποιητικά βιβλία, τα οποία κέρδισαν μεγάλη αναγνώριση και πολλές διακρίσεις, και τρία ακόμα μυθιστορήματα.