Ο εν λόγω τόμος των 495 σελίδων με τα 245 ποιήματα έρχεται σε μια ειδική περίοδο για την Ελλάδα...
«Οι φωνές δεν ωφέλησαν. / Ούτε οι βουερές διαδηλώσεις / με τα ρυθμικά παραγγέλματα / για ελευθερίες και λοιπά άχρηστα. / Εγκαινιάστε καλύτερα άλλες μεθόδους. / Π.χ. την νεκρική σιγή / ή το κλείσιμο στο καβούκι σας» (...).
Είναι απόσπασμα από το ποίημα «Ο κόσμος του εφικτού», του Μενέλαου Λουντέμη, του πολυγραφότατου πεζογράφου του οποίου τις ποιητικές συλλογές μας παρουσιάζουν οι εκδόσεις Πατάκη ενόψει της συμπλήρωσης σαράντα χρόνων από το θάνατό του (1977). Τότε που στις 27 Ιανουαρίου, οδηγώντας στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης ο ταλαιπωρημένος από φυλακές, εξορίες και πικρίες λογοτέχνης, προδόθηκε από την καρδιά του. Και στην κηδεία του, σε εποχή που η πολιτικο-πολιτιστική έκρηξη της Μεταπολίτευσης καταύγαζε στο ελληνικό στερέωμα, στην Μητρόπολη Αθηνών έγινε λαϊκό προσκύνημα.
Στο «Ένα παιδί που μετράει τα άστρα» -τίτλος του δημοφιλέστερου μυθιστορήματός του- η ζωή είχε επιφυλάξει αδικίες, αγώνες, διαψεύσεις αλλά στο τέλος και πανελλήνια αναγνώριση.
Δημήτρης Βαλασιάδης ήταν το πραγματικό του όνομα, όμως έμεινε στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας από το επώνυμο Λουντέμης, εμπνευσμένο από τον Λούδο ποταμό, παραπόταμο του Εδεσσαίου, όπου εκεί κοντά εγκαταστάθηκε η οικογένειά του, στο χωριό Εξαπλάτανος, της Έδεσσας, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Αυτός, λοιπόν, ο βιοπαλαιστής, που στα μικρά του δούλεψε λούστρος, βοσκός και λαντζέρης, αποβλήθηκε από όλα τα γυμνάσια της Ελλάδας λόγω της στράτευσής του στο ΚΚΕ. Όμως, αναζητώντας την τύχη του στην Αθήνα, με τη βοήθεια του Δημήτρη Μαλακάση, διορίστηκε βιβλιοθηκάριος στην Αθηναϊκή Λέσχη και με τη στήριξη του καθηγητή Νικολάου Βέη έγινε ακροατής στα μαθήματα της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Είχε πρωτοεμφανιστεί στα γράμματα με ποιήματα δημοσιευμένα στην «Αγροτική Ιδέα» της Έδεσσας και ήδη από το 1938 κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για τα διηγήματα «Τα πλοία δεν άραξαν».
Επί κατοχής, Γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων του ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), στον εμφύλιο καταδικασμένος με την ποινή του θανάτου που δεν εκτελέστηκε, πολιτικός πρόσφυγας σε πρώην σοσιαλιστικές χώρες από το 1958 και κυρίως στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας, το οποίο άφησε το 1976 μετά την επάνοδο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Πάνω από σαράντα αριθμούν οι τόμοι με τα έργα του. Τα διαπερνά η αντίληψη ενός κοινωνικού ρεαλισμού, ο πόθος για την απαλλαγή από την αδικία, ο αγώνας για την ελευθερία, η υπεράσπιση των καταπιεσμένων από το καπιταλιστικό σύστημα. Βέβαια, μερίδα κριτικών του καταμαρτυρεί πως η γραφή του έχει τεχνικές υστερήσεις οι οποίες γέμουν με μία αριστερή αισθηματολογία που πολλές φορές καταντάει μελό.
Ο εν λόγω τόμος των 495 σελίδων με τα 245 ποιήματα (η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων έγινε από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, το 1999, με πρόλογο του Μίκη Θεοδωράκη ), έρχεται σε μια ειδική περίοδο για την Ελλάδα όπου η ανισότητα, η αβεβαιότητα και η διαρκής απαίτηση για απελευθέρωση δημιουργούν «αίφνης» ένα περιβάλλον ξαναδιαβάσματος πολλών πολιτικο- ποιητικών του δημιουργημάτων, παρότι γράφτηκαν χρόνια πριν. Καθιστώντας εθνικό τον αριστερό του λυρισμό.
«Περάστε, κύριοι, περάστε! / Στο ονομαστό μας τροχιστήριο / Ακονιστήριον « Ο Ήφαιστος». / Εργασία ηγγυημένη - προτιμήστε μας./ Τροχίζουμε κυνόδοντες, / τροχίζουμε τραπεζίτες / (όχι της Ουώλ Στρητ). / Κι όλα δωρεάν, / και τα τροχιστικά / και τα λουστρικά. / Δεν θα πληρώσετε Τίποτα. / Θα πληρωθείτε κι από πάνου, / θα λάβετε δωρεάν και για ρεζέρβα / από μια μασέλα της τσέπης».
Ένας λογοτέχνης στρατευμένος, αλλά όχι... επιστρατευμένος...