Θέμα της ιδεολογικής αντιπαράθεσης; Ο κομμουνισμός, ο καπιταλισμός και το μέλλον της δημοκρατίας.
Με το λενινιστικό ερώτημα- τίτλο του κλασικού βιβλίου του Ρώσου επαναστάτη «Τι να κάνουμε;» οι συντάκτες του γαλλικού περιοδικού Philosophie Magazine (Μαρτίν Ντουρού και Μαρτίν Λεγκρό) κυκλοφόρησαν και στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Πατάκη, έναν διάλογο των δύο αντιθέτων Γάλλων ιδεολογικών στοχαστών, του Αλαίν Μπαντιού, ο οποίος ελπίζει σε έναν νέο κομμουνισμό και του Μαρσέλ Γκοσέ, που υπεραμύνεται μιας μεταρρυθμιστικής αστικής δημοκρατίας.
Θέμα της ιδεολογικής αντιπαράθεσης; Ο κομμουνισμός, ο καπιταλισμός και το μέλλον της δημοκρατίας. Αυτό το talk show επιπέδου - το οποίο ουδεμία σχέση έχει με το επίπεδο των τηλεοπτικών καβγάδων της ημεδαπής ιδιωτικής τηλεόρασης- καλύπτει 270 σελίδες και διεξήχθη σε τρεις τρίωρες συναντήσεις σε συμβολικούς χώρους: Η πρώτη στην έδρα του Κομμουνιστικού Κόμματος , η δεύτερη στο ξενοδοχείο Lutetia όπου καταλύουν εκπρόσωποι του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και η τρίτη στα γραφεία του φιλελευθέρου εκδοτικού οίκου Gallimard.
Οι ιδεολογικοί... μονομάχοι:
Ο Μπαντιού γεννήθηκε το 1937. Ομότιμος καθηγητής και ιδρυτής του Διεθνούς Κέντρου Μελετών της Σύγχρονης Γαλλικής Φιλοσοφίας, επηρεασμένος από τον Σαρτρ , τον Μάη του 68, αλλά και την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα. Το συγγραφικό του έργο αναφέρεται στην πολιτική, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία.
Ο Γκοσέ γεννήθηκε το 1946. Καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού και διευθυντής του περιοδικού Debat. Με συμμετοχή στον Παρισινό Μάη, θιασώτης του Κορνήλιου Καστοριάδη, απομακρύνθηκε από το μαρξιστικό χώρο μετά την άρνηση των αριστερών διανοουμένων να καταγγείλουν τον απολυταρχισμό του σοβιετικού συστήματος.Tα βιβλία του πραγματεύονται ζητήματα ιδεών , θρησκείας , θεσμών.
«Για να αντιπαρατεθούμε στην ισχύ του καπιταλισμού ποιος είναι ο πιο πρόσφορος δρόμος; Οι μεταρρυθμίσεις; Ή η επανάσταση , όπως πρέσβευε ο Λένιν όταν έθετε το 1902 το σχετικό ερώτημα» ρωτούν στον πρόλογο της έκδοσης οι συντάκτες που συντόνισαν τον διάλογο. «Όπως και νάχει, κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί τότε ότι η Ευρώπη, πενήντα χρόνια αργότερα θα είχε γνωρίσει δύο παγκόσμιους πολέμους, τον φασιστικό- ναζιστικό και κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό καθώς και μια πρωτοφανή οικονομική κρίση» απαντούν.
Και σπεύδουν να προλάβουν εύλογες ενστάσεις- και από δω και από κει : «Βέβαια, το Τείχος του Βερολίνου έπεσε , η φιλελεύθερη δημοκρατία και ο καπιταλισμός φάνηκε για ένα διάστημα να θριαμβεύουν ,να όμως που σήμερα το βαθύ αίσθημα κρίσης του καπιταλισμού όσο και της δημοκρατίας επανέρχεται, θέτοντας παλιά και νέα ερωτήματα».
Διαβάζοντας τις τοποθετήσεις των δύο μονομάχων διαπιστώνεις ότι δεν υπήρξε εξοντωτική πολωτική διαμάχη, αντιθέτως σημειώθηκαν κάποιες μικρές έστω συμφωνίες- κυρίως στον φθοροποιό ρόλο του Σταλινισμού - και οι «ξιφομάχοι» δεν κατέφυγαν σε χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, καθώς απέφυγαν προσωπικούς χαρακτηρισμούς.
Η βασική διαφορά, πάντως, παρέμεινε μέχρι το τέλος: Ο Γκοσέ επιμένει ότι η αστική δημοκρατία μπορεί να αντισταθεί στον βλαβερό χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό μέσω μορφών συλλογικού ελέγχου. Από την άλλη πλευρά, ο Μπαντιού θεωρεί πως μια τέτοια προσπάθεια είναι μάταιη αφού το κεφάλαιο είναι στον αντίποδα της δημοκρατίας και οραματίζεται έναν κομμουνισμό που δεν θα βασίζεται στην κομματικο- κρατική γραφειοκρατία αλλά σε μαζικά κινήματα με δράση που θα μπορεί να πάρει και μορφή εξέγερσης κατά το παράδειγμα της κινέζικης Μορφωτικής Επανάστασης!
Και εδώ είναι που τον περιμένει ο Γκοσέ:
«Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για ένα εγχείρημα που βαρύνεται με εγκλήματα. Τα θύματα της Πολιτιστικής Επανάστασης υπολογίζονται μεταξύ 700.000 έως 1.500.000».
Ιδού η έτοιμη απάντηση του Μπαντιού:
«Αφορά μια επαναστατική διαδικασία που διήρκησε μια δεκαετία. Επτακόσιες χιλιάδες νεκροί σε διάστημα δέκα ετών και με δεδομένο το μέγεθος της Κίνας, λυπάμαι που το λέω... αλλά δεν απέχει πολύ από τον αριθμό των νεκρών της Γαλλικής Επανάστασης. Δεν νομίζω όμως ότι ο μεγάλος αριθμός των νεκρών να επηρεάζει την κρίση σας για τη Γαλλική Επανάσταση».
Η αντεπίθεση του Γκοσέ:
«Δεν θεωρώ σοβαρό να προσπαθεί κανείς να αποφανθεί για την πεμπτουσία της Πολιτιστικής Επανάστασης με βάση τον αριθμό των νεκρών!..».
Ο ελιγμός του Μπαντιού:
«Δεν επιχειρώ να μειώσω τη σημασία αυτών των απωλειών, που όμως οφειλόταν κυρίως στη βίαιη συμπεριφορά γιών κομματικών στελεχών οι οποίοι δεν ήθελαν να χάσουν τα προνόμιά τους».
Πρόκειται για μια συζήτηση που, από τη μια λες πως γίνεται εκτός τόπου και χρόνου , από την άλλη χαίρεσαι που δύο πολίτες στοχάζονται ιστορικά για το πώς θα γίνει ο κόσμος καλύτερος. Φθάνοντας στην τελευταία σελίδα και ξαναγυρίζοντας στον τίτλο, διερωτάσαι, μήπως το ερώτημα στο οποίο θα έπρεπε να εμβαθύνουν είναι... «τι δεν πρέπει να κάνουμε»;