Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα "Κι άλλο" του Χακάν Γκιουντάι
Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα «Κι άλλο» του Τούρκου συγγραφέα Χακάν Γκιουντάι, που θα κυκλοφορήσει σύντομα σε μετάφραση Στέλλας Βρετού από τις εκδόσεις Ωκεανίδα, προδημοσιεύει σήμερα κατ' αποκλειστικότητα το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ο εννιάχρονος Γκαζά αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σχολείο και να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του, του Αχάντ, ο οποίος είναι διακινητής μεταναστών. Κάθε τόσο παραλαμβάνει ομάδες ταλαιπωρημένων ανθρώπων και τους οδηγεί στις ακτές της Τουρκίας, στο Αιγαίο, όπου άλλοι διακινητές αναλαμβάνουν την παράνομη μεταφορά τους στην Ελλάδα με σαπιοκάραβα, σε μια αλυσίδα παρανομίας που μπροστά στο κέρδος δεν υπολογίζει ζωές.
Ο Χακάν Γκιουντάι γεννήθηκε στη Ρόδο το 1976. Έχει εκδώσει συνολικά οκτώ μυθιστορήματα. Για το βιβλίο του «Κι άλλο» βραβεύτηκε με ένα από τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά βραβεία παγκοσμίως, το Le prix Médicis étranger.
Ακολουθεί προδημοσίευση του βιβλίου «Κι άλλο» του Χακάν Γκιουντάι
«Η Τουρκία αποτελεί τη διαφορά ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Ό,τι και να αφαιρέσεις από τη μια ή από την άλλη, αυτό που απομένει είναι η Τουρκία. Είμαι σίγουρος ότι η απόσταση μεταξύ τους -κι ας μην ξέρω πόση ακριβώς είναι- είναι όση η Τουρκία. Ήταν εκεί όπου ζούσαμε κι εμείς. Σε μια χώρα όπου όλη μέρα οι πολιτικοί της βγαίνουν στην τηλεόραση και λένε για τη γεωπολιτική σημασία της.
Στην αρχή δεν καταλάβαινα τι σήμαινε αυτό. Ώσπου κατάλαβα ότι είναι ένα μισογκρεμισμένο κτίριο, όπου σταματούν ολοσκότεινα λεωφορεία μόνο και μόνο επειδή είναι πάνω στο δρόμο, με τα φώτα πορείας τους σαν τα φλιτζανάκια του καφέ. Σημαίνει μια τεράστια Γέφυρα του Βοσπόρου, μήκους 1.565 μέτρων. Μια γιγάντια γέφυρα που περνάει μέσα από τα λαρύγγια των κατοίκων της. Μια γερασμένη γέφυρα, που τη διασχίζει κάθε παρανομία, με το γυμνό πόδι της στην Ανατολή, το παπουτσωμένο της στη Δύση.
Όλα περνούσαν από τα άντερά μας. Ιδιαίτερα οι άνθρωποι που τους λένε λαθρομετανάστες... λαθραίους... Κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας για να μη μας καθίσουν στο σβέρκο. Ξεροκαταπίναμε και τους προωθούσαμε. Στον προορισμό τους, όποιος κι αν ήταν. Εμπόριο από σύνορο σε σύνορο... Από τοίχο σε τοίχο...
Όχι βέβαια ότι ο υπόλοιπος κόσμος καθόταν άπρακτος, μια και φρόντιζε να αντιμετωπίζουν κάθε είδους απελπισία, προκειμένου να φύγουν όσο νωρίτερα γίνεται από τον τόπο όπου γεννήθηκαν και να τρέξουν εκεί όπου θα πέθαιναν. Κάθε είδους απελπισία. Απελπισία σε κάθε ηλικία, σε κάθε ύψος, φάρδος και βάρος... Εμείς απλά εκτελούσαμε τις απαιτήσεις που μας υπαγόρευε το γεωγραφικό μήκος και το γεωγραφικό πλάτος της χώρας μας. Μεταφέραμε στον παράδεισο όσους έφευγαν από την κόλαση. Εγώ δεν πίστευα σε κανένα από τα δύο.
Όμως εκείνοι πίστευαν σε όλα. Λίγο πολύ από γεννησιμιού τους! Κάπως έτσι σκέφτονταν: Αν σε αυτόν τον κόσμο υπάρχει μια κόλαση όπου πεθαίνεις από την πείνα και ψήνεσαι στις φλόγες της, σίγουρα υπάρχει κι ένας παράδεισος. Έκαναν λάθος. Τους κορόιδευαν. Ότι υπήρχε κόλαση δεν ήταν απόδειξη ότι υπήρχε και παράδεισος! Τους καταλάβαινα όμως. Έτσι είχαν μάθει. Και μάλιστα όχι μόνο εκείνοι, όλοι... Υπάρχει ένας εντυπωσιακός πίνακας με χρυσή κορνίζα, τον ξέρει ο κόσμος όλος. Σε αυτόν πολεμούν οι καλοί με τους κακούς, ο παράδεισος με την κόλαση.
Όμως τέτοιος πόλεμος δεν γινόταν ούτε έγινε ποτέ. Αυτός ο πόλεμος του κακού με το καλό, που θα κρατήσει ως την Αποκάλυψη, ένας πόλεμος ζωής και θανάτου, είναι η μεγαλύτερη απάτη που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Απάτη απαραίτητη για να διασφαλίζεται με τον πιο σύντομο τρόπο η κοινωνική τάξη και να στέκεται πάντοτε όρθια η εξουσία. Γιατί, αν δεχτούμε ότι κάθε άνθρωπος είναι συνάμα καλός και κακός, οι υπολήψεις αυτών που θαυμάσαμε και τους ακολουθήσαμε ως το θάνατο, δηλαδή των ηγετών, θα κηλιδωθούν.
Θα υπάρχει σύγχυση, σύγκρουση απόψεων και κανείς δεν θα θυσιάζει τη ζωή του για κανέναν. Δεν έγινε έτσι, κι ο πόλεμος του απόλυτου κακού με το απόλυτο καλό έγινε ο απλούστερος τρόπος για να μαλώνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους.
Όσοι λέγανε «εσείς είστε οι καλοί» εννοούσαν «πηγαίνετε να ψοφήσετε για χάρη μου» και όσοι λέγανε «εσείς θα πάτε στον παράδεισο» ήθελαν να πουν «αυτοί που θα σφάξετε θα πάνε στην κόλαση». Το αποτέλεσμα είναι, ο παράδεισος και η κόλαση, η καλοσύνη και η κακία να χωρίζουν τον άνθρωπο στη μέση, να προκαλούν βεντέτα ανάμεσα στα δυο κομμάτια, να τον αποβλακώνουν. Έτσι, οι φοβεροί πωλητές του παρελθόντος κατάφεραν, με περιτύλιγμα τη θεωρία της ιερής αντίθεσης, να πουλάνε αφοσίωση σε ελεύθερους ανθρώπους εφ' όρου ζωής. Το θέμα ήταν τα υπάκουα σκυλιά να σκοτώνουν τα άλλα υπάκουα σκυλιά! Το σκοτάδι δεν ήταν εχθρός με το φως ούτε το ανάποδο. Υπήρχε μόνο μια πραγματική αντίθεση, κι αυτή είχε σχέση μόνο με τη βιολογία: νεκρός ή ζωντανός...
Αυτό ήταν και το μοναδικό πράγμα που έπρεπε να προσέχουμε στην παράνομη διακίνηση ανθρώπων: Ο αριθμός των ζωντανών που μας παρέδιδαν να είναι ίδιος με αυτόν που παραδίναμε. Δεν είχε καμία σημασία πόσοι από αυτούς πίστευαν ότι έφευγαν από την κόλαση για να πάνε στον παράδεισο. Εμείς μεταφέραμε κρέας. Μόνο κρέας.
Στα λεφτά που παίρναμε δεν περιλαμβάνονταν όνειρα, σκέψεις και αισθήματα. Αν ήταν αρκετά, ίσως να φροντίζαμε να μεταφερθούν κι αυτά απείραχτα. Μάλιστα, εγώ θα μπορούσα να αναλάβω προσωπικά αυτό το καθήκον και να φροντίσω να μη χαθούν στη διαδρομή τα όνειρα που έκαναν στα σπίτια τους, εκεί όπου γεννήθηκαν, όποια τρύπα κι αν ήταν αυτή.
Όχι πολλά, μόνο μερικές ταινίες του Χόλιγουντ χρειαζόταν να δουν, για να διατηρήσουν την πίστη τους στον παράδεισο. Ή να ακολουθήσω την κλασική μέθοδο, η οποία πολλές φορές στην Ιστορία απέδειξε τη βασιμότητά της, και να τους δώσω ένα ιερό βιβλίο. Σε έναν απ' όλους, όπως λέει και η Ιστορία.
Για να το διηγηθεί στους άλλους. Όπως θα 'θελε αυτός... Θα μπορούσα μάλιστα όλα αυτά να τα κάνω τζάμπα, αλλά δεν μου το επέτρεπε η ηλικία μου ούτε είχα χρόνο. Γιατί πάντοτε είχα μια δουλειά να κάνω.
«Γκαζά!» «Ορίστε, πατέρα;» «Τράβα να φέρεις από την αποθήκη τις αλυσίδες». «Εντάξει, πατέρα». «Φέρε και τα λουκέτα». «Έγινε, πατέρα». «Και μην ξεχάσεις τα κλειδιά». «Στην τσέπη μου τα 'χω, πατέρα». Ψέματα έλεγα. Τα 'χα χάσει. Πού να φανταστώ ότι θα 'βγαινε στη μέση. Μάλιστα, γι' αυτόν το λόγο έφαγα δυο χαστούκια και μια κλοτσιά. Πώς να ξέρω ότι ο πατέρας μου, όταν το θεωρούσε απαραίτητο, αλυσόδενε ανθρώπους; «Γκαζά!» «Ορίστε, πατέρα;» «Πήγαινε να φέρεις νερά... μοίρασέ τα!» «Εντάξει, πατέρα». «Κι όχι όπως την προηγούμενη φορά ένα για κάθε κεφάλι! Θα δώσεις ένα μπουκάλι για κάθε δυο άτομα, με κατάλαβες;» «Ναι, αλλά, πατέρα, όλο λένε...» «Τι λένε;» «Κι άλλο!» Έλεγα ψέματα. Ναι, λέγανε «κι άλλο!» γιατί δεν ξέρανε άλλες τουρκικές λέξεις, αλλά το θέμα δεν ήταν το νερό που δεν ήταν αρκετό, αλλά ότι μειωνόταν το κέρδος. Είχα αρχίσει να πουλάω το νερό που κανονικά μοιράζαμε τζάμπα. Κρυφά από τον πατέρα μου, φυσικά... Όσο να 'ναι, ήμουνα δέκα χρονών... «Γκαζά». «Ορίστε, πατέρα». «'Ακουσες; Κάποιος φώναξε πριν από λίγο ή μου φάνηκε;» «Όχι, πατέρα». «Μάλλον μου φάνηκε...» «Μάλλον».
Πάλι ψέματα έλεγα. Και βέβαια είχα ακούσει την κραυγή. Αλλά ούτε δυο μέρες δεν είχαν περάσει από τότε που έμαθα ότι είχα ένα κομμάτι σάρκας πάνω μου που δεν ήταν μόνο για κατούρημα. Γι' αυτό, το μόνο που ήθελα ήταν να τελειώνω με τη δουλειά μου και να γυρίζω στο δωμάτιό μου, στη θέση μου πίσω από την κλειδωμένη πόρτα. Στην κάσα του φορτηγού μας -που ήταν πάντα στους δρόμους- υπήρχαν είκοσι δύο μεγάλοι κι ένα μωρό. Πώς να ξέρω ότι η μισερή κραυγή, που πνίγηκε όταν οι άλλοι στον πανικό τους της έκλεισαν το στόμα, είχε βγει από μια γυναίκα, όταν κατάλαβε ότι το μωρό που κρατούσε στην αγκαλιά της ήταν νεκρό; Κι αν το 'ξερα, θ' άλλαζε κάτι; Δεν νομίζω, γιατί ήμουν πια έντεκα χρονών.
Δεν υπάρχει περίπτωση να ξέρουμε με ακρίβεια πότε ακριβώς άρχισε το εμπόριο ανθρώπων. Αν όμως σκεφτούμε ότι ένα τέτοιο εμπόριο μπορεί να πραγματοποιηθεί με μόνο τρεις ανθρώπους, υποθέτουμε ότι η αρχή μπορεί να πάει πολύ πίσω στην Ιστορία της ανθρωπότητας.
Η μόνη χρήσιμη κουβέντα σε ένα άχρηστο βιβλίο που διάβασα πριν από πολλά χρόνια ήταν: Το πρώτο εργαλείο που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Γι' αυτό και δεν νομίζω ότι χρειάστηκε να περιμένουν πολύ ώσπου να βάλουν μια τιμή σ' εκείνο το πρώτο εργαλείο και να το πουλήσουν. Με άλλα λόγια, η αρχή του δουλεμπορίου πάνω στη γη κάπως έτσι μπορεί να χρονολογηθεί: Στην πρώτη ευκαιρία! Τελικά, επειδή περιλαμβάνει και νταβατζιλίκι, είναι το δεύτερο αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο. Φυσικά, δεν ήξερα ότι συνεχίζαμε την παράδοση ενός τόσο παλιού επαγγέλματος.
Εγώ απλά ήμουν συνέχεια ιδρωμένος και έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να εκτελέσω τις εντολές του πατέρα μου. Κι όμως, η διακίνηση ήταν πράγματι η ραχοκοκαλιά του δουλεμπορίου. Χωρίς τη διακίνηση δεν θα υπήρχε τίποτα. Επιπλέον, ήταν το πιο επικίνδυνο, το πιο εξαντλητικά κουραστικό στάδιο της όλης διαδικασίας. Το επόμενο στάδιο, όταν χώνουν τους... λαθραίους σε μια τρύπα, τους αναγκάζουν να δουλεύουν δεκαοχτώ ώρες για να φτιάχνουν τσάντες-μαϊμού, τους βάζουν να κοιμούνται στο πάτωμα κι από πάνω τους γ..., όταν κάνουν κέφι, ήταν παιχνιδάκι μπροστά στο δικό μας.
Εμείς ήμασταν οι πραγματικοί εργάτες της βιομηχανίας δουλεμπορίας και εργαζόμασταν κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες! Πρώτ' απ' όλα, ήμασταν συνέχεια υπό πίεση. Μας κυνηγούσαν όλοι, αυτός που έστελνε το εμπόρευμα, οι αγοραστές, οι μεσάζοντες, όλοι. Με την παραμικρή αναποδιά όλοι από εμάς ζητούσαν τα ρέστα. Ο χρόνος ήταν πάντα εναντίον μας και όλα εκείνα που θα μπορούσαν να στραβώσουν αργότερα, ενώ στην αρχή φαίνονταν ότι πήγαιναν σίγουρα καλά, τελικά στράβωναν εφτά φορές περισσότερο.
Στην πραγματικότητα, ο τρόπος λειτουργίας όχι πως ήταν ιδιαίτερα μπερδεμένος, αλλά επειδή, όπως σε όλες τις παράνομες δουλειές κανείς δεν είχε εμπιστοσύνη σε κανέναν, προτού κάνει κάποιος ένα βήμα έπρεπε να το σκέφτεται χιλιάδες φορές, λες και βρισκόταν σε χωράφι σπαρμένο με νάρκες. Το εμπόρευμα έμπαινε από τα σύνορα του Ιράν τρεις φορές το μήνα. Αν υπήρχαν και τίποτα αφίξεις από το Ιράκ και τη Συρία, τους μάζευαν όλους μαζί και τους στέλνανε σ' εμάς. Συνήθως έφταναν με νταλίκα· φυσικά, διαφορετική κάθε φορά.
Σπάνια μοίραζαν το εμπόρευμα σε διαφορετικά μεταφορικά μέσα: φορτηγά, καμιονέτες, μίνι μπας. Ένας τύπος που τον έλεγαν Αρούζ οργάνωνε τη μεταφορά του εμπορεύματος από τα ιρανικά σύνορα, την αρχή του ταξιδιού. »