Αξιοποιώντας αρχεία, αδημοσίευτες πηγές και βιβλιογραφία που υπερβαίνει τις 50 σελίδες, δημιούργησε ένα πανοπτικό έργο που συνδυάζει την αφηγηματική παραστατικότητα με την μελετητική εμβρίθεια
Τι μπορεί να προσφέρει μια ακόμη βιογραφία του Λόρδου Μπάιρον, όταν υπάρχουν πάνω από διακόσιες στην Ελλάδα και στη Βρετανία; Και όμως, η βιογραφική μελέτη του Ρόντερικ Μπήτον, «Ο πόλεμος του Μπάιρον», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη, θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι η πρώτη. Με την έννοια ότι ο Βρετανός φιλόλογος από το Εδιμβούργο, διδάκτορας της νεοελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ, καθηγητής στο Κίνγκ Κόλετζ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, συγγραφέας των έργων «Η ιδέα του έθνους στην νεοελληνική λογοτεχνία», «Σεφέρης, περιμένοντας τον άγγελο», «Καζαντζάκης, μοντερνιστής και μεταμοντέρνος», «Τα παιδιά της Αριάδνης», δεν έμεινε μόνο στο πορτραίτο του φιλέλληνα ποιητή, αλλά το τοποθέτησε στο οικονομικο-κοινωνικό κάδρο της εποχής.
Αξιοποιώντας αρχεία, αδημοσίευτες πηγές και βιβλιογραφία που υπερβαίνει τις 50 σελίδες, δημιούργησε ένα πανοπτικό έργο που συνδυάζει την αφηγηματική παραστατικότητα με την μελετητική εμβρίθεια.
Είναι μια ανάλυση της εξελικτικής πορείας του ανθρώπου που, από θαυμαστής του ελληνικού αγώνα, αναδείχθηκε σε αποφασισμένο πολιτικό εκσυγχρονιστή. Αν και ο τελευταίος χαρακτηρισμός έχει ταλαιπωρηθεί αρκετά από αυτούς που τον επικαλέσθηκαν τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας, ο όρος τεκμηριώνεται ως διττή μάχη του Μπάιρον: Και κατά της Τουρκοκρατίας και κατά της προσωπικής εξουσίας που ήθελαν να απολαμβάνουν οι καπεταναίοι, αρνούμενοι την υιοθέτηση θεσμών ευρωπαϊκού κράτους.
Αυτή η επιλογή απαιτούσε να διεθνοποιηθεί ο επαναστατικός αγώνας με τη συνδρομή της διπλωματίας, με την έξωθεν δανειοδότηση και με όλα τα αναγκαία τιμήματα. Ο ρεαλιστικός αυτός δρόμος- τονίζει ο συγγραφέας- έφερε κατά τη διάρκεια των εμφυλίων τον ρομαντικό Βρετανό λόρδο πιο κοντά στους δυτικότροπους Μαυροκορδάτο, Κωλέττη και Καποδίστρια, παρά στον Κολοκοτρώνη.
Η χρόνια αδυναμία της Ελλάδας να εμπεδώσει συστήματα κρατικής λειτουργίας πέρα από πελατειακές σχέσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό συνεχίζεται μέχρι της μέρες μας, σημειώνει στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης ο συγγραφέας (μετάφραση Κατερίνα Σχινά) με τίμημα τα μνημόνια που επιβάλλουν οι ξένες δυνάμεις- όπως και το τότε...
Το βιβλίο ξεκινάει κινηματογραφικά: «Αργά το βράδυ της Παρασκευής 16 Ιουλίου 1823 , ένα αγγλικό μπρίκι, το Hercules, απέπλευσε από το λιμάνι της Γένουας. Σε αυτό επέβαιναν ένας λόρδος, που συνέβαινε επίσης να είναι και ένας από τους πιο διάσημους συγγραφείς του καιρού του, ένα τυχοδιώκτης από την Κορνουάλη, ένας Ιταλός κόμης, ένα Έλληνας ευγενής , ένας γιατρός και ένας γραμματέας, πεντέξι υπηρέτες διαφόρων εθνικοτήτων, πέντε άλογα, δύο σκυλιά και ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό χρημάτων . Ο προορισμός τους η Ελλάδα». Λίγες μέρες πριν , ο επιφανής φιλέλληνας είχε γράψει: «Ξύπνησαν οι νεκροί- κι εγώ θα κοιμηθώ; ».
Από τα πολλά παραθέματα του πονήματος είναι και αυτό που δείχνει έναν εξοργισμένο Βρετανό με τις ιδιαιτερότητες των Γραικών, οι οποίοι αλληλοσκοτώνονταν ενώ στο Μεσολόγγι θέριζε ο θάνατος από την πολιορκία των Οθωμανών: «Έχοντας προσπαθήσει μάταια και με κάθε κόστος να ενώσω τους Σουλιώτες για το καλό της Ελλάδας - και το δικό τους- κατάληξα στην ακόλουθη απόφαση: Δεν έχω πια καμία σχέση μαζί τους. Μπορούν να πάνε με τους Τούρκους ή με τον διάβολο. Αλλά , και να με κόψουν σε περισσότερα κομμάτια από όσα οι διαφωνίες τους, η απόφασή μου δεν αλλάζει».
Και να σκεφθεί κανείς ότι τους μισθούς των Σουλιωτών θα τους πλήρωνε εκείνος...
Συναρπαστικό το κεφάλαιο «Οι 100 ημέρες στο Μεσολόγγι» (Ιανουάριος- Απρίλιος 1824» με την πόλη αποκομμένη από την υπόλοιπη Ελλάδα και τις τελευταίες μέρες του Μαρτίου να έχει βρέξει τόσο πολύ ώστε η λάσπη να απειλεί περισσότερο απ΄ότι ο εχθρός : «Αν δεν μας αφήσει τέζα κανένα σπαθί- είναι πιθανόν να τα τινάξουμε από τις θέρμες σε τούτο το λασποκάλαθο».
Τελικά, ο Μπάιρον πήγε από ρευματικό πυρετό που τον προσέβαλε όταν έγινε μούσκεμα σε μια ξαφνική άγρια βροχή, αρνούμενος πεισματικά να συμμορφωθεί στις θεραπείες των γιατρών του και να φλεβοτομηθεί. Ο συγγραφέας φωτίζει την δεισιδαίμονα πλευρά του , υπογραμμίζοντας ότι η πρόβλεψη μιας μάντισσας όταν ήταν μικρός στη Σκοτία κυριαρχούσε συνεχώς στο μυαλό του, γι' αυτό και έλεγε πως θα πεθάνει στα 37 του. Πέθανε στα 36 του, Δευτέρα 19 Απριλίου λίγο μετά τις 6μ.μ. στην πολιορκημένη πόλη, που τον είχε μεταμορφώσει δίνοντας στην Ιστορία το πρότυπο του «βυρωνικού ήρωα».
Οι 509 σελίδες του βιβλίου θα μπορούσαν να συνοψισθούν με τα λόγια του που προτάσσει ο Μπήτον: «Ποθώ μονάχα ελεύθερο τον άνθρωπο να δω/ Από όλους κι από βασιλείς , απ΄ όλους και από εμένα».