“Το κινηματογραφικό βλέμμα είναι ερωτικό και αγαπησιάρικο”

Ο κριτικός κινηματογράφου και επιμελητής εκδόσεων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Θωμάς Λιναράς, μιλάει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για το βιβλίο του «Κινηματογραφικά δεινά».

Ντράγιερ, Μπρεσόν, Κισλόφσκι, Βέντερς, Καουρισμάκι, Μάικ Λη, Κεν Λόουτς, Μορέτι, Νταρντέν: ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του παγκόσμιου κινηματογράφου περνούν από τις σελίδες του βιβλίου του κριτικού κινηματογράφου Θωμά Λιναρά «Κινηματογραφικά δεινά. Από τον Βιμ Βέντερς στον Γιασουχίρο Όζου», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εντευκτήριο λίγες μέρες πριν από την έναρξη του 56ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Τα περισσότερα κείμενα του τόμου έχουν προκύψει από την εκδοτική δραστηριότητα του Φεστιβάλ και ο ίδιος μιλάει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τις κινηματογραφικές αγάπες, για την παράδοση του Χόλυγουντ και τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, αλλά και για τις τεράστιες αλλαγές που έχει επιφέρει τα τελευταία χρόνια η ψηφιακή τεχνολογία στην κινηματογραφική μας ματιά.

ΕΡ: Ποια είναι η εικόνα που βγαίνει από την αλυσίδα των σκηνοθετών, τους οποίους μελετάτε και με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή τους;

ΑΠ: Αυτή η συλλογή κειμένων γραμμένων και δημοσιευμένων σε διάφορα έντυπα στη διάρκεια των τελευταίων 30 χρόνων, είναι μια αλυσίδα με χαμένους κρίκους, ένα προσωπικό αποτύπωμα, μια διαδρομή γεμάτη ασυνέχειες και ανακολουθίες μέσα στον απέραντο ωκεανό της ιστορίας του κινηματογράφου. Μια πορεία εν πολλοίς αυθαίρετη και υποκειμενική, χωρίς καμία πρόθεση θεματικής, χρονολογικής, γεωγραφικής ή άλλου τύπου κατηγοριοποίησης, εκτός από τις δύο ενότητες: μία για τους ιταλούς δημιουργούς, μια κινηματογραφία για την οποία τρέφω μια ιδιαίτερη αδυναμία και μία για τη δεκαετία του '90, μια περίοδο κατά την οποία τα κινηματογραφικά δεινά μου βρίσκονταν σε μεγάλη ένταση. Σε κάθε περίπτωση κυριαρχεί ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος, χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι για το αμερικανικό σινεμά ή το Χόλυγουντ, μια κινηματογραφική παράδοση πολύ σημαντική που σέβομαι και θαυμάζω απεριόριστα, δηλώνοντας φανατικός οπαδός π.χ. του νουάρ και του γουέστερν. Φυσικά δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να λείπει η Αγία Τριάδα (που ο κάθε σινεφίλ έχει) των πιο αγαπημένων του σκηνοθετών και η δικιά μου αποτελείται από τους Όζου, Ντράγιερ και Μπρεσόν. Μη έχοντας λοιπόν πρόθεση να κάνω κάτι ενιαίο, αυτές οι ελλείψεις και τα ρήγματα (ενδεικτικά αναφέρω τους Ρενουάρ, Ροσελίνι από τους κλασικούς και τους αδελφούς Κοέν από τους νεώτερους), είναι εγγεγραμμένα στο σώμα του βιβλίου και το μόνο κριτήριο, αν θέλετε το κοινό νήμα που συνδέει όλα τα κείμενα, δεν είναι άλλο από το πάθος για το σινεμά ή, αλλιώς, η αρρώστια της κινηματογραφοφιλίας.

ΕΡ: Τα «Κινηματογραφικά δεινά» είναι και μια περιήγηση στον κόσμο της κινηματογραφοφιλίας, αλλά, όπως σημειώνει και ο Μισέλ Δημόπουλος στον πρόλογό του, το σινεμά άλλαξε πολύ τα τελευταία χρόνια. 'Αλλαξε στο μεταξύ και η κινηματογραφοφιλία, κι αν ναι, ποιες είναι οι τωρινές της κατευθύνσεις;

ΑΠ: Καθόλου εύκολο να απαντηθεί αυτή η ερώτηση. Ο φίλος μου ο Μισέλ στο εισαγωγικό του σημείωμα κάνει μερικές καίριες επισημάνσεις. Η λεγόμενη κινηματογραφοφιλία γεννήθηκε και εδραιώθηκε μαζί και μέσα από τα κινηματογραφικά περιοδικά, κυρίως μεταπολεμικά, και είναι κάτι περισσότερο από ένα πάθος για το σινεμά. Θα έλεγα πως ήταν μια συλλογική εμπειρία ζωής, όπου μέσα από το σινεμά μάθαινες να βλέπεις τον κόσμο και ταυτόχρονα ανακάλυπτες τον εαυτό σου - κάτι που σήμερα δεν συμβαίνει πια. Βασικός κόμβος σ' αυτό το πεδίο υπήρξε το περιοδικό «Cahiers du Cinéma». Τα κινηματογραφικά περιοδικά και οι παρέες ανθρώπων που βρίσκονταν πίσω τους, έπαιξαν σημαντικό ρόλο: προσέδωσαν στον κινηματογράφο το κύρος αυτού που λέμε 7η τέχνη, προσδιόρισαν την έννοια του κινηματογραφικού δημιουργού, διαμόρφωσαν μια νέα αισθητική αντίληψη και κουλτούρα γύρω από το σινεμά, επηρέασαν θετικά όχι μόνον το γούστο του κοινού, αλλά και το ίδιο το κινηματογραφικό μέσο, τον τρόπο πρόσληψης και ερμηνείας του προϊόντος ταινία. Ακόμα υποστήριξαν κινηματογραφικά ρεύματα και κινήματα, ανέδειξαν τη μεγάλη αξία παραγνωρισμένων και υποτιμημένων δημιουργών (κυρίως Αμερικανών) και κινηματογραφικών ειδών και δημιούργησαν καινούργια εργαλεία στην ερμηνευτική και αναλυτική προσέγγιση των εικόνων - πάντα με βάση την απόλαυση και τη χαρά της θέασης. Βοήθησαν το σινεμά να κινηθεί προς τα μπρος και σ' αυτή την κίνηση πήραν μαζί τους το πιο προβληματισμένο και ανήσυχο μέρος του κοινού. Το κινηματογραφοφιλικό βλέμμα είναι βασικά ένα βλέμμα αγαπησιάρικο, ερωτικό και ταυτόχρονα -και αυτό είναι πολύ σημαντικό- συλλογικό βίωμα μιας ομάδας ανθρώπων που ζούσαν για το σινεμά και τελικά, πολλοί απ' αυτούς, έζησαν από το σινεμά. Σήμερα ο κατακερματισμός των εικόνων και η διασπορά τους στο διαδίκτυο, η εξαφάνιση της μπομπίνας, της 35ρας κόπιας και του σελυλόιντ και η μετάλλαξή τους σε αόρατα ψηφιακά κύματα, έχουν ως συνέπεια να ξεθωριάσει ακριβώς αυτό το βλέμμα και οδηγούν τις παρέες σε μαρασμό. Είναι ένα σύμπτωμα της εποχής. Η φύση του κινηματογραφικού μέσου άλλαξε ριζικά και σ' αυτό δεν υπάρχει επιστροφή. Δεν το αξιολογώ θετικά ή αρνητικά. Είναι απλώς μια διαπίστωση. Τα περιοδικά όπως και οι ταινίες «πέρασαν» στο διαδίκτυο, χάνοντας σ' έναν μεγάλο βαθμό την υλική μορφή τους. Περάσαμε σε άλλη εποχή, παρόλο που ο έντυπος λόγος αντέχει εντυπωσιακά και δεν μοιάζει να έχει χάσει το παιχνίδι. Το μείον είναι ότι όλα έγιναν πιο άψυχα, γι' αυτό και μιλούν λιγότερο στην καρδιά και το μεγάλο συν είναι πως ισχύει πάντα, κυρίαρχη και επιβλητική, η ρήση «Εν αρχή ην ο λόγος», ακόμα κι αν αυτός είναι ηλεκτρονικός ή ψηφιακός.

ΕΡ: Τι ακριβώς εννοείτε με «Κινηματογραφικά δεινά»;

ΑΠ: Ο τίτλος είναι ελαφρώς παραπλανητικός, καθώς δεν αφορά τις κινηματογραφικές εικόνες οι οποίες συχνά εμπεριέχουν διαφόρων ειδών δεινά και μπορεί να είναι σκοτεινές, ζοφερές, δυσάρεστες ή και ανυπόφορες, όπως π.χ. τα Παράξενα παιχνίδια του Μίκαελ Χάνεκε - κατά τη γνώμη μου η κορυφαία ταινία της δεκαετίας του '90. Τα δεινά του βιβλίου αναφέρονται βασικά στα βάσανα της κινηματογραφικής γραφής, στο ψάξιμο, στο παίδεμα να δομήσεις σωστά ένα κείμενο, να προσεγγίσεις με κριτικό αλλά και θερμό βλέμμα, χωρίς εξιδανικεύσεις τη ζωή και το έργο ενός κινηματογραφικού δημιουργού, να αναζητήσεις και να βρεις την πιο κατάλληλη ή την πιο αποτελεσματική οπτική γωνία, από την οποία να δεις μια ταινία για να μπορέσεις να την «ανοίξεις» -πρώτα για σένα τον ίδιο- και δυνητικά για τον αναγνώστη. Μιλάμε λοιπόν για δεινά δωματίου ή καλύτερα γραφείου.