«Ιστορίες με κακό τέλος» λέγεται η συλλογή διηγημάτων που εξέδωσε ο δημοσιογράφος Χρήστος Βούζας από τις εκδόσεις Φαρφουλάς. Επτά διηγήματα μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας για τη σημερινή ελληνική ζωή: «Το τραίνο», «Το νησί», «'Αγγελος», «Η σπηλιά», «Η πόρτα», «Φωτογραφία», «Καπετάν Νικόλας». Όπως εξηγεί ο ίδιος, είναι παλιές υποθέσεις που καταχωνιάστηκαν βαθιά για να προστατευτούν από το κακό τους το τέλος. Επτά καλοφυλαγμένα μυστικά που τόσα χρόνια έμειναν επτασφράγιστα, μακριά από τα μάτια του κόσμου. Επτά ιστορίες που ως σήμερα ζούσαν λαθραία, με την ψευδαίσθηση ότι έτσι θα ξεχαστούν και θα νικήσουν το τέλος τους, δηλαδή το χρόνο. Επτά πρωταγωνιστές που νόμιζαν, οι αφελείς, ότι θα ξόρκιζαν το κακό σώζοντας μ' αυτό τον τρόπο τις αγαπημένες τους ιστορίες και τους εαυτούς τους.
Στο πρώτο διήγημα ο ήρωας, που κάνει το επάγγελμα του πωλητή, μπαίνει λαθραία στο βαγόνι της διαδρομής Κυπαρισσία-Αθήνα. Κάποια στιγμή έντρομος βλέπει τον ελεγκτή να τον πλησιάζει. Οι υπάλληλοι -υπέρτατοι εξουσιαστές στην αμαξοστοιχία 509- τον βγάζουν σηκωτό από το βαγόνι φωνάζοντας εν χορώ και με στόμφο για να αντιληφθεί και ο τελευταίος συνεπιβάτης ποιος ήταν το αφεντικό στην αμαξοστοιχία. Ανακοινώνοντάς του ότι είναι κρατούμενος του Οργανισμού Σιδηροδρόμων τον σπρώχνουν σε ένα θεοσκότεινο βαγόνι. Σε αυτήν την ιδιόμορφη φυλακή βλέπει στο βάθος ένα φως που τρεμοπαίζει και γύρω τέσσερα άτομα που κάθονται οκλαδόν. Αφού του υποδεικνύουν να καθίσει δίπλα τους, καταλαβαίνει ότι είναι τα «μαύρα πρόβατα» της αμαξοστοιχίας που αναμένουν την εσχάτη των ποινών. Ο πιο νεαρός μιλάει προβοκατόρικα για την ανάγκη να τηρείται ό, τι ορίζουν οι θεοί και οι θεσμοί. Ξαφνικά, πετώντας το κερί στα διπλανά άχυρα το δωμάτιο φωτίζεται και οι μελλοθάνατοι αναζητώντας την ελευθερία τους τρέχουν να το σκάσουν από τη μοίρα που τους επεφύλασσαν οι κανονισμοί ενώ στο βαγόνι εισβάλλουν ορμητικά οι υπάλληλοι για να προλάβουν την κατάρρευση μιας πλευράς του βαγονιού-φυλακή. Ο παραβάτης πωλητής δεν διστάζει να πηδήξει έξω πέφτοντας πάνω στα χορτάρια και τους θάμνους που φύτρωναν κατά μήκος της διαδρομής, χάνοντας τις αισθήσεις του για αρκετή ώρα και...
«Με ξύπνησε ένας οξύς και διακεκομμένος ήχος. Για μια στιγμή ένιωσα την επαφή του κορμιού μου με κάτι αγκαθωτό.
Ήταν τα φλιόκια από την τραχιά βελέντζα, μοναδική κληρονομιά από τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου. 'Ανοιξα τα μάτια μου.
Τελικά το περίφημο σάλτο μορτάλε δεν ήταν από το τραίνο και ο τσιριχτός ήχος που με ξύπνησε ήταν από το ξυπνητήρι την εβδόμη πρωινή, την ώρα που ξυπνούσα κάθε πρωί για το γραφείο».
Το διήγημα κλείνει με το στοιχείο-έκπληξη δηλαδή τον υπάλληλο του Οργανισμού Σιδηροδρόμων που έχει ξυπνήσει από τον εφιάλτη να πηγαίνει στη δουλειά του και έντρομος στο διάδρομο του μεγάρου να βλέπει να σέρνουν αλυσοδεμένους, με σκυμμένα κεφάλια και με εμφανή σημάδια κακοποίησης τους λαθρεπιβάτες του εφιάλτη του.
Ο Χρήστος Βούζας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Αποφοίτησε από την Ανωτάτη Εμπορική. Εργάστηκε σε αθηναϊκές εφημερίδες και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης και σήμερα διευθύνει τη βραβευμένη από το Ίδρυμα Μπότση ιστοσελίδα aftodioikisi.gr.
Είναι το πρώτο του βιβλίο.