Πώς έζησαν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Σοβιετικής Ένωσης οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες μετά το τέλος του Εμφυλίου, που γράφτηκε πάνω στα βουνά της Μακεδονίας το καλοκαίρι του 1949; Η ιστορία είναι παλιά, αλλά μόνο προσφάτως άρχισαν να πυκνώνουν οι επιστημονικές έρευνες (μαρτυρίες και ιδεολογικές προσεγγίσεις έκαναν την εμφάνισή τους από τα πρώτα κιόλας μετεμφυλιακά χρόνια) γύρω από ένα τόσο οδυνηρό ζήτημα. Σ' αυτό το πλαίσιο εγγράφεται και η συναγωγή μελετών «Στέγνωσαν τα δάκρυά μας. Έλληνες πρόσφυγες στην Τσεχοσλοβακία» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια), που έχουν επιμεληθεί η Κατερίνα Κράλοβα και ο Κώστας Τσίβος, αμφότεροι επίκουροι καθηγητές Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου της Πράγας. Η Τσεχία (στα χρόνια της ελληνικής προσφυγιάς Τσεχοσλοβακία αφού μέχρι και το 1993 ήταν ενωμένη με τη Σλοβακία) κατέγραψε, μαζί με τη Σοβιετική Ένωση, τους υψηλότερους προσφυγικούς αριθμούς από την Ελλάδα. Δεν είναι σίγουρα τυχαίο το ενδιαφέρον των τσέχων μελετητών του τόμου, ιδίως αν σκεφτούμε πως ακόμη και σήμερα οι Έλληνες που ζουν στην Τσεχία φτάνουν τις 2500.
Οι άνθρωποι που κατευθύνθηκαν στην Τσεχοσλοβακία μετά τη λήξη του Εμφυλίου δεν ήταν μόνο οι ενήλικες που είχαν πολεμήσει στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού (Έλληνες και Σλαβομακεδόνες της βορειοδυτικής Ελλάδας), αλλά και παιδιά: μικρότερα ή μεγαλύτερα παιδιά, που μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό όσο διαρκούσε η ένοπλη σύγκρουση μια και το Κόμμα πίστευε ακράδαντα πως θα επέστρεφαν στην πατρίδα αμέσως με την επικράτησή του στις μάχες (στο μεταξύ με τη μεταφορά τους απάλλασσαν τη στρατιωτική διοίκηση από τα έξοδα της διατροφής και της συντήρησής τους). Τα γεγονότα αποδείχθηκαν εντελώς διαφορετικά, για να πάρουν γρήγορα τον δρόμο της ξενιτειάς και οι γονείς, που σε πολλές περιπτώσεις χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες για να καταφέρουν να συναντηθούν με όλα τα μέλη της εξόριστης οικογένειας.
Τα περισσότερα από τα πρόσωπα που έχουν δώσει συνέντευξη στους συνεργάτες του τόμου ήταν ανήλικα όταν εγκαταστάθηκαν στην Τσεχία και υπό μια τέτοια έννοια το βιβλίο αποτελεί και μιαν ιστορία της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας υπό εξαιρετικά δύσκολες περιστάσεις. Τα παιδιά και οι νεαροί αυτοί ανήκουν τώρα στην τρίτη ηλικία και οι ιστορίες τις οποίες ξεδιπλώνουν στις σελίδες του βιβλίου, όπου εφαρμόζεται η μέθοδος της προφορικής ιστορίας, είναι ιστορίες για τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε τόσο η ελληνική τους ταυτότητα όσο και τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής, της οικονομικής και της επαγγελματικής τους φυσιογνωμίας. Ένα θέμα που κυριαρχεί στις διηγήσεις των προσφύγων είναι τα σοβαρά προβλήματα τα οποία αντιμετώπισαν με την εκμάθηση της τσέχικης γλώσσας: γλώσσα σλαβικής καταγωγής και εντελώς ασύμβατη με τα ελληνικά. Υπάρχουν, όμως, και πολλά άλλα, εξίσου σημαντικά θέματα: η υποδοχή των προσφυγόπουλων στους παιδικούς σταθμούς και η κατοπινή τους ένταξη στο τσέχικο εκπαιδευτικό σύστημα, οι θέσεις εργασίας στις οποίες απασχολήθηκαν οι μανάδες και οι πατεράδες τους, αλλά και ο πολιτικός και ο ιδεολογικός έλεγχος που ασκούσαν σε ενηλίκους και παιδιά το ΚΚΕ και η αδελφή κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας. Σημαντικό είναι και το ζήτημα της συνύπαρξης ελλήνων και σλαβομακεδόνων προσφύγων στην Τσεχία, με την αμοιβαία καχυποψία να σημαδεύει σε κάθε στιγμή τις σχέσεις τους. Το μεγάλο, ωστόσο, προτέρημα του βιβλίου είναι ο ζωντανός λόγος των ομιλητών.
Αποστασιοποιημένος και μετριοπαθής, χωρίς να ταυτίζεται με καμιά κομματική αλήθεια, αλλά και χωρίς να βιάζεται να καταγγείλει το πολιτικό καθεστώς της χώρας που προσέφερε καταφύγιο, ο λόγος των προσφύγων δείχνει ταυτοχρόνως και κάτι άλλο - την προσοχή και την ευαισθησία των επιστημόνων οι οποίοι εργάστηκαν για την ανάστασή του. Σε κάθε περίπτωση, ένα ιστοριογραφικό βιβλίο που διαβάζεται σαν μυθιστόρημα.