Ένα βιβλίο επίκαιρο όσο ποτέ κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης: «Η Ευρώπη σε κρίση - Ανάμεσα σε δίκαιο και πολιτική» του καθηγητή στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδας Αντώνη Μεταξά και του Γερμανού καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου Ινγκόλφ Περνάις.
Στις 118 σελίδες του περιλαμβάνονται οι διαλέξεις τους που δόθηκαν πρόσφατα στην Αθήνα με θέμα τη διάσωση του ευρώ και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για μια συνάντηση απόψεων από δύο αντίθετους πόλους της Ένωσης, τον ευρωπαϊκό Βορρά και τον ευρωπαϊκό Νότο, που, σε πείσμα των λαϊκιστικών στερεοτύπων, ανέδειξε την κοινή αγωνία για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα θέματα που θίγει ο καθηγητής Μεταξάς αφορούν την «έκτακτη ανάγκη» στην οποία βρίσκεται συνεχώς η Ευρωπαϊκή Ένωση, τις προκλήσεις για το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, την πολιτική ποιότητα του Δικαίου, το «έκτακτο» ως κανόνα, την αυξανόμενη επιρροή της οικονομίας στο δίκαιο, τις καταστάσεις εξαίρεσης ως μεθόδου κυβερνητικής λειτουργίας και την ευρωπαϊκή συνταγματική ταυτότητα.
Η διαρκής «κατάσταση ανάγκης» -τονίζει ο καθηγητής- κατατείνει στην απονεύρωση των πολιτικών αποφάσεων και στην εκτροπή τους σε διεκπεραιωτικές αποφάσεις εκ των άνω. Η κατάχρηση της κατάστασης αυτής υπονομεύει συνεχώς τη δημοκρατική λειτουργία της Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας με αποτέλεσμα οι εθνικές κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών-μελών δρουν κατ΄εντολή . Σε αυτό το αρνητικό πλαίσιο -καταλήγει- έχει αρχίσει να αναδεικνύεται η ανάγκη ενός συνταγματικού θεμελιώδους νόμου και ενίσχυση του αξιακού πυρήνα της ίδιας της Ένωσης πέρα από τις αγορές.
Αναφερόμενος στην περίπτωση της Ελλάδας, υπογραμμίζει ότι οι κατευθύνσεις που εκπορεύει το μνημόνιο προς την πολιτική ηγεσία της Ελλάδας δεν αναιρούν την ανάγκη λύσης του δημοσιονομικού προβλήματος, εν τούτοις από πουθενά δεν προκύπτει η υποχρέωση να καταστούν ανενεργές οι διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει αποκτήσει ισχύ πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου.
Ο Γερμανός καθηγητής Περνάις υποστηρίζει ότι η κρίση αποτελεί μια ευκαιρία για ένα νέο τρόπο σκέψης γύρω από τη σημασία για τους ανθρώπους της Ένωσης: «Οι φωνές που πρότειναν πως η Ελλάδα θα έπρεπε να υποχωρήσει από το ευρώ για το δικό της συμφέρον, ίσως και για χάρη της σωτηρίας της ΕΕ - πράγμα για το οποίο δεν υπάρχει κανένα απολύτως νομικό έρεισμα ή ακόμη και να αποχωρήσει εντελώς - βρήκαν ευτυχώς μόνο περιορισμένη απήχηση».
Και συνεχίζει:
«Υπάρχει ένα σημείο κοινής συμφωνίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μόνο για τα εύκολα. Ίσως να χρειάζεται να αποδεικνύει το σκοπό και τη χρησιμότητά της ιδίως όταν έρχονται τα δύσκολα, όταν εμφανίζονται τα σύννεφα, όταν η καταιγίδα απειλεί ή ετοιμάζεται να ξεσπάσει πάνω από τα κεφάλια μας. Τότε η έννοια της αλληλεγγύης αποκτά μια νέα ποιότητα».
Καταλήγοντας συμπεραίνει ότι για να αντιμετωπιστεί βιώσιμα η κρίση είναι απαραίτητη η λήψη ενιαίων, δεσμευτικών και εφαρμόσιμων οικονομικοπολιτικών αποφάσεων. Μόνο ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο των λαών της Ευρώπης με την αναθεώρηση των Συνθηκών μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα του «ηθικού κινδύνου». Τα θέματα που θίγει ο γερμανός καθηγητής είναι: Η σύνδεση των Γερμανών και των Ελλήνων με βάση την ελληνική μυθολογία, την ποίηση, την φιλοσοφία και την επιστήμη. Επίσης: Η ειρήνη, η ελευθερία και η ευημερία για όλους ως αιτιολογική βάση της Ένωσης, η αρχή της επικουρικότητας, η δημοσιονομική κρίση, η μοναχική γερμανική μεταρρύθμιση, η ελληνική πολιτική δαπανών και οι εξωτερικές της επιπτώσεις, η εμπιστοσύνη των αγορών, η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και η δημιουργία αυτόνομης φορολογικής αρμοδιότητας μέσω ευρωπαϊκών φόρων. Ειδικά για το τελευταίο υπογραμμίζει ότι ένας φόρος στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, στις επιχειρήσεις και ένας φόρος για το διοξείδιο του άνθρακα, θα μπορούσε να κατευθυνθεί σε αδύναμες περιφέρειες.
Και καταλήγει :«Για την εκ νέου διατύπωση σκέψεων περί δημοκρατίας στην Ευρώπη, η Αθήνα είναι το κατάλληλο μέρος. Θα ήταν ευχής έργο αν -ακολουθώντας την κλασική παράδοση- δινόταν το έναυσμα για μια συζήτηση πανευρωπαϊκού επιπέδου».