Εβδομήντα χρόνια ποιητικής δραστηριότητας (από το 1905 μέχρι το 1974) συμπυκνώνονται στον τόμο με τα Άπαντα του Κώστα Βάρναλη που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος. Ο τόμος αποτελεί την πρώτη συγκεντρωτική έκδοση της ποίησης του Βάρναλη: από τα πρωτόλεια «Πυθμένες» (1904) και «Κηρήθρες» (1905) μέχρι τον «Προσκυνητή» (1919), «Το φως που καίει» (1922), τους «Σκλάβους πολιορκημένους» (1927), τα «Σκόρπια ποιήματα» (1910-1958), τον «Ελεύθερο κόσμο» (1965) και τη μεταθανάτια «Οργή λαού» (1975). Έξι ποιητικές συλλογές που έχουν κυκλοφορήσει αυτοτελώς από τον Κέδρο και μία ανθολόγηση ποιημάτων που είχε κάνει ο ίδιος ο Βάρναλης για τον τόμο «Ποιητικά» το 1956. Γεννημένος το 1884 στον Πύργο της Βουλγαρίας (τότε Ανατολικής Ρωμυλίας), ο Βάρναλης τράφηκε στην αρχή από τα ρεύματα του παρνασσισμού και του διονυσιασμού, όπως και από τις ιδέες του ανθρωπισμού, ακολουθώντας κοινή πορεία με τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Άγγελο Σικελιανό. Με τον «Προσκυνητή» ο Βάρναλης θα κηρύξει την έλευση του ποιητή-Μεσσία ενώ με το «Φως που καίει» θα μπει σε μια καινούργια περίοδο, κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση της κοινωνικής και της πολιτικής λογοτεχνίας.
Ο Βάρναλης τοποθέτησε το σκηνικό των ποιημάτων του στην αρχαιότητα αλλά και σε άλλες εποχές. Κατέφυγε στην αρχαιοελληνική δραματουργία, όπου είχε και υψηλές μεταφραστικές επιδόσεις, όπως και σε εκκλησιαστικά κείμενα.
Προσπαθώντας να καταστήσει πιο εύληπτο το περιεχόμενο της ποίησής του, θα σπεύσει να προσδώσει στα πρόσωπά του συμβολικές και αλληγορικές διαστάσεις χωρίς να λείψουν από τη διαγραφή των αντιδράσεων και της συμπεριφοράς τους και οι φιλοσοφικές ή οι ηθικές προεκτάσεις. Πιστεύοντας στη ζωογόνο δύναμη της φύσης και δίνοντας προτεραιότητα στον κόσμο των αισθήσεων, ο Βάρναλης πολέμησε με όσα μέσα διέθετε τόσο τον ιδεαλισμό όσο και οποιοδήποτε είδος αφηρημένης αισθητικής. Κέντρο αναφοράς του υπήρξαν πάντοτε ο ρεαλισμός και η πραγματικότητα. Μόνο έτσι είναι ικανοί να σταθούν μόνοι τους στα πόδια τους οι άνθρωποι, απομακρύνοντας κάθε αυταπάτη και ψευδαίσθηση από τη ζωή τους.
Έχει γραφεί κατ' επανάληψη ότι ο Βάρναλης επιβάρυνε το έργο του με την πολιτική του ιδεολογία. Δύσκολα, ωστόσο, εντάσσεται η ποίησή του, με όποιον τρόπο κι αν την παρακολουθήσουμε, στη στρατευμένη τέχνη και τις συνακόλουθες στρεβλώσεις της. Το στοιχείο που θα κρατήσει τον Βάρναλη μακριά όχι μόνο από τη στράτευση αλλά και από τον διδακτισμό είναι η σάτιρα – είδος το οποίο θα υπηρετήσει με ξεχωριστή θέρμη από πολύ νωρίς. Θαυμαστής και δεινός μεταφραστής του Αριστοφάνη, ο Βάρναλης μπορεί να επιμένει στον ρόλο του ποιητή-οδηγού, αλλά οι στίχοι του, εμποτισμένοι μεταξύ άλλων και από τον παγανισμό, στήνουν συχνά μιαν οργιώδη καρναβαλική γιορτή όπου τίποτε δεν μπορεί να μείνει όρθιο και τα πάντα αποκαθηλώνονται εν ριπή οφθαλμού. Κι εδώ δεν πρόκειται μόνο για το γκροτέσκο πνεύμα που παρεισδύει με δαιμόνιες μεθόδους στη λαϊκή και την καθημερινή του γλώσσα, αλλά και για την ανατρεπτική σχέση που δημιουργεί ο ίδιος με την παράδοση: ένα διαρκές ράβε-ξήλωνε εμπνευσμένης ασέβειας.
Κάτω, πάντως, από τη σατιρική επιφάνεια είναι πιθανό να ανιχνεύσουμε κάποτε και μιαν έντονη απαισιοδοξία, που έρχεται σε καταφανή αντίθεση, όπως έγκαιρα το έχει επισημάνει η κριτική, με το επαναστατικό του όραμα. Η αντίθεση, όμως, αυτή, που θεωρήθηκε από πολλούς λογοτεχνικό εμπόδιο και ιδεολογική αντίφαση, είναι σε θέση να λειτουργήσει στα σημερινά μας μάτια πολύ διαφορετικά: σαν μια άρνηση του πραγματικού κόσμου, που ακόμα κι αν τίποτε δεν μπορεί να εγγυηθεί την αλλαγή και τη σωτηρία του, εκείνος δεν παύει να μας αποκαλύπτει τον εφιαλτικό, τρομώδη χαρακτήρα του. Αυτή ακριβώς, όμως, είναι η σαρωτική επέλαση της αλληγορίας και της σάτιρας του Βάρναλη, ικανή να φτάσει μέχρι τα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα και να ανακινήσει κάτι και από τους δικούς μας εφιάλτες.