"Λυσιμελής πόθος" δηλαδή ο πόθος που σου κόβει τα πόδια... και τα χέρια. Με αυτό τον τίτλο, το βιβλίο του λυρικού ποιητή Τίτου Πατρίκιου κυκλοφορεί και πάλι στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Κίχλη.
Τελευταία έκδοση του βιβλίου ήταν το 2007 (από τις εκδόσεις Καστανιώτη και Διάττων), ωστόσο τα αντίτυπα του είχα εξαντληθεί εδώ και χρόνια.
Ο κ. Πατρίκιος έχει εντάξει στον τωρινό τόμο και κάποια ποιήματα που απουσίαζαν από τον προηγούμενο, καλύπτοντας συνολικά ένα χρονικό φάσμα το οποίο ξεκινάει από το 1948 και φτάνει μέχρι το 2001.
Πενήντα και πλέον χρόνια ποιητικής δραστηριότητας, μια αυτοανθολόγηση μισού αιώνα, η οποία περιέχει μόνο ερωτικούς στίχους, μένοντας μακριά από τα πάθη της πολιτικής και της Ιστορίας, που έχουν κατά τα άλλα προσδιορίσει ένα μεγάλο μέρος του έργου του Πατρίκιου.
Βεβαίως, η πολιτική και η Ιστορία δεν απουσιάζουν ούτε και τώρα από τον λόγο του ποιητή: κινούνται, παρόλα αυτά, στο βάθος της σκηνής, αναλαμβάνοντας περισσότερο έναν ρόλο μουσικής υπόκρουσης. Ενταγμένος από την πρώτη του νιότη στην Αριστερά (με την ηγεσία της οποίας θα διαφωνήσει αργότερα ποικιλοτρόπως), ο Πατρίκιος θα γράψει τα ερωτικά του ποιήματα πρώτα από τα στρατόπεδα της εξορίας, στα οποία θα βρεθεί λίγο μετά τον τερματισμό του Εμφυλίου, και κατόπιν από το Παρίσι της δεκαετίας του 1960, όπου θα πάει για να συνεχίσει τις σπουδές του. Ερωτικά ποιήματα, ωστόσο, ο Πατρίκιος δεν θα πάψει να γράφει και όλες τις επόμενες δεκαετίες, αλλάζοντας, φυσικά, με την παρέλευση των χρόνων, το ύφος και την εκφραστική του. Έτσι, από τους ρεμβαστικούς τόνους οι οποίοι θα επικρατήσουν κατά τη διάρκεια της νεανικής του ηλικίας, με ένα ανάμεικτο αίσθημα απογοήτευσης και πλησμονής να κρύβεται πίσω από την κάθε του σχεδόν λέξη, ο ποιητής θα περάσει, ωριμάζοντας, σ’ ένα ρεαλιστικό και ταυτοχρόνως στοχαστικό τοπίο, πλημμυρισμένο, όμως, από μυρωδιές και χρώματα: μυρωδιές και χρώματα που θα εξακολουθήσουν να δίνουν στον έρωτα μια μοναδική δύναμη ζωής και ανάτασης.
Γιατί, εντούτοις, ο έρωτας είναι λυσιμελής; Γιατί μας αφήνει να χάνουμε τον ύπνο μας και να λυνόμαστε από αγωνία στη σκέψη και μόνο του προσώπου το οποίο έχει κάνει κατάληψη στον νου και την καρδιά μας; Μα, επειδή ο έρωτας είναι ένα παιχνίδι για το οποίο δεν παρέχεται η παραμικρή εγγύηση. Και ως προς αυτό, ας μην ξεχνάμε πως συχνά η τύχη του δεν εξαρτάται μόνον από τον άλλο και την πιθανή μεταστροφή του, αλλά και από τον εαυτό μας, που δεν αποκλείεται να αποδειχθεί εξίσου περιστασιακός και άστατος. Η μοναξιά κατοικεί κάποτε στον σκληρό πυρήνα της ψυχής μας, επηρεάζοντας και τη σωματική μας ανταπόκριση:
"Τρομερή και θαυμάσια /
αυτοτέλεια του σώματος. /
Όσο βαθιά κι αν διεισδύσει /
ποτέ με το άλλο σώμα δεν συγχέεται /
ποτέ δεν γίνεται σάρκα μία".
Από την άλλη πλευρά, ο έρωτας παραμένει το αναντικατάστατο όνειρο της ύπαρξής μας. Ένα καράβι με το οποίο θα διαπλεύσουμε τους ωκεανούς της υδρογείου, τα φτερά με τα οποία θα πετάξουμε πάνω από τη γη, βλέποντας τα αισθήματά μας να κατακλύζονται από ένα πνεύμα υψηλής ευεργεσίας:
"Στα μάτια σου κατεβαίνουν κοπάδια τ’ άστρα να ξεδιψάσουν /
στα μαλλιά σου επουλώνεται ο άνεμος /
ο λαιμός σου είναι από μέταλλο φεγγαριού /
τα στήθια σου δυο μαχαίρια που καρφώνουν τη σιωπή /
το στόμα σου ανυπόταχτη τροχιά του ήλιου /
τα δόντια σου μέρες μικρού καλοκαιριού /
ύστερα από τα πρωτοβρόχια. /
Μες στο βαθύ πηγάδι της φωνής σου /
ψάχνουμε για το μυστικό σου".
Να, λοιπόν, που ο έρωτας είναι ικανός να μας κόψει την ανάσα όχι μόνο με τις διαψεύσεις και τις πικρίες του, αλλά και με τις χαρές ή τις λατρείες του. Όσο για την ποίηση, δεν μπορεί παρά να πλέξει ξανά και ξανά το εγκώμιο του θριάμβου του ή να θρηνήσει ακούραστα την απώλειά του, ξέροντας πως η ίδια δεν είναι σε θέση ούτε να διαιωνίσει τον θρίαμβο ούτε να σώσει από την απώλεια.