Το χαμένο, έως πρόσφατα, θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλη "Η γειτονιά των αγγέλων", που κυκλοφορεί σε τόμο από τις εκδόσεις Κέδρος στο τέλος του Μαΐου (μαζί με τα έργα του "Η αποικία των τιμωρημένων" και "Οι δύσκολες νύχτες του κυρίου Θωμά").
Το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων δημοσιεύει σε αποκλειστικότητα κομμάτια του έργου (διαβάστε παρακάτω).
Πρόκειται για ένα χορομελόδραμα με την ιστορία ενός φτωχού παλληκαριού που ερωτεύεται μια γυναίκα της "ανώτερης" κοινωνικής τάξης, ανεβασμένο τον Οκτώβριο του 1963 από τον θίασο της Τζένης Καρέζη. Ως κείμενο, παρέμενε ανέκδοτο, γιατί και ο ίδιος ο δημιουργός το είχε χαμένο, ώσπου, το 2012, ύστερα από υπόδειξη του καθηγητή Θεατρολογίας Γ. Πεφάνη, βρέθηκε στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη "Λίλιαν Βουδούρη" και βλέπει για πρώτη φορά τώρα το φως της δημοσιότητας.
Στη γειτονιά των αγγέλων, λειτουργώντας ως κοινωνικός ανατόμος, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης φέρνει στο προσκήνιο τη μεγάλη φτώχεια, αλλά και τις μικρές ευτυχίες της γειτονιάς στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια του ΄60, φωτίζοντας όχι μόνον τους πολιτικούς διαχωρισμούς του κράτους αλλά και τα αυστηρά ήθη μέσα στις ίδιες τις οικογένειες των απόκληρων, με τους καημούς, τους πόνους, μα και τα όνειρα και τις ελπίδες. Είναι η γειτονιά των αγγέλων σε μια πόλη θεών και δαιμόνων… Λίγο πριν κτισθεί η γειτονιά των πολυκατοικιών.
Διαβάστε την πρώτη πράξη του έργου:
ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΑΜΠΑΝΕΛΗ, Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ - ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ
(Κάπου στον λόφο της Καστέλας. Νύχτα.)
Στο βάθος άσπρη αυλή, άσπρου σπιτιού, χωρίς φράχτη, που κατεβαίνει με δύο σκαλιά σ' έναν πλατύ δρόμο.
Αριστερά εμπρός σκαλωσιές από γιαπί και κυβικοί σωροί από τούβλα.
Το ενδιάμεσο από τη σκαλωσιά ως το βάθος, καθώς κι η δεξιά μεριά της σκηνής καλύπτεται με πόρτες σπιτιών.
Τα σκηνικά αυτά πρέπει να 'ναι υποδηλωτικά, η κατασκευή τους διαγραμματική.
Στην αυλή είναι ένα τραπέζι, μακρύ ως τέσσερα μέτρα, στρωμένο με άσπρο τραπεζομάντιλο. Ολόγυρα απ' το τραπέζι μια δεκαπενταριά γυναίκες κι άντρες, όλοι τους ντυμένοι σε μαύρα κι άσπρα.
Μένουν ασάλευτοι στις θέσεις τους έτσι όπως στις ζωγραφιές του Μυστικού Δείπνου.
Η στατική αυτή εικόνα, συνοδευόμενη από το τελευταίο μέρος της μουσικής εισαγωγής, πέφτει βαθμηδόν σε ημίφως, κι όταν η μουσική τελειώσει, ο φωτισμός έχει μετατοπισθεί στο προσκήνιο.
Από αριστερά μπαίνει ένας πολύ καλοντυμένος νέος άνδρας κοιτάζοντας ένα γύρο σαν να θέλει να προσανατολιστεί.
Αμέσως μετά μπαίνει μια νέα γυναίκα, επίσης πολύ καλοντυμένη.
Από το ντύσιμο και το βάδισμά τους γίνεται αμέσως φανερό πως δεν ανήκουνε στις γειτονιές της Καστέλας).
ΞΕΝΙΑ: Και πού είμαστε τώρα;
ΛΑΛΑΣ: Κάπου στην κορφή της Καστέλας.
ΞΕΝΙΑ: Εδώ είχαμε σκοπό να 'ρθουμε;
ΛΑΛΑΣ: Όχι.
ΞΕΝΙΑ: Άρα χαθήκαμε.
ΛΑΛΑΣ: Μάλλον…
ΞΕΝΙΑ: Τότε είμαστε πολύ κοντά στον προορισμό μας.
ΛΑΛΑΣ: "Προορισμός", "Χαθήκαμε". Τις έχεις πει δεκαπέντε φορές αυτές τις λέξεις. Φαίνεται πως σου αρέσουνε πολύ.
ΞENIA: Μου αρέσουν όλα τα πράματα που δεν πιστεύω.
(Κάθεται σ' ένα πεζούλι ή σ' ένα σωρό από τούβλα. Ανάβουν τσιγάρο.)
ΛAΛAΣ: Τι άλλο δεν πιστεύεις;
ΞENIA: Αν αρχίσω να λέω, θα τρομάξεις.
ΛAΛAΣ: Λέγε...
ΞENIA: Κουταμάρες, απλώς δεν πιστεύω σε τίποτα.
(Παύση.)
ΛAΛAΣ: Νομίζω πως θα κάνουμε καλά να γυρίσουμε πίσω... Αμφιβάλλω αν εδώ πάνω βρεθεί άνθρωπος να μας βοηθήσει.
ΞENIA: Τι ακίνητη που είναι η θάλασσα!...
ΛAΛAΣ: Xμ!...
ΞENIA: Άμα τη βλέπεις έτσι ήσυχη, αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατό να 'ναι τόσο βαθιά!
ΛAΛAΣ: Mπορεί κάλλιστα ν' αφήσω το αυτοκίνητο εκεί που είναι και να στείλω αύριο κάποιον να το φτιάξει. H λεωφόρος περνά κάπου εδώ κάτω, παίρνουμε ένα ταξί και πάμε να βρούμε τους άλλους.
ΞENIA: Λοιπόν η ζωή είναι κομμένη στα δύο! Eίναι τελείως άλλο πράμα τη μέρα και τελείως άλλο πράμα τη νύχτα.
ΛAΛAΣ: Δε νομίζεις πως θα 'τανε τρέλα ν' αφήσω αφύλαχτο εδώ πέρα τ' αυτοκίνητο; Mπορεί να κλέψουν τα λάστιχα, να σπάσουν τα τζάμια ή και να το κλέψουν ολόκληρο. Σ' αυτές τις γειτονιές ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται.
ΞENIA: Νύχτα θα 'θελες να πεθάνεις ή μέρα;
ΛAΛAΣ: Λέω να ειδοποιήσω την αστυνομία να στείλει έναν αστυφύλακα να το προσέχει. Πάντως αύριο πρωί θα πάρω στο τηλέφωνο την αντιπροσωπία και θα τους τα ψάλω. Ενός μηνός αυτοκίνητο δεν επιτρέπεται να παρουσιάσει τέτοιο ελάττωμα. Μετάνιωσα πικρά που έδωσα το σπορ αυτοκίνητο και πήρα αυτό. Ήταν μεγάλη βλακεία! H πιο μεγάλη βλακεία της ζωής μου! Δεν ξέρεις πόσο έχω στενοχωρεθεί. Σπανίως έχω στενοχωρεθεί τόσο πολύ. Εγώ κατά βάθος δεν ήθελα με κανέναν τρόπο να δώσω το σπορ. Αλλά επηρεάστηκα. Είμαι ένας άνθρωπος που επηρεάζεται πολύ εύκολα. Συνήθως δεν κάνω τίποτα επειδή το θέλω εγώ. Τα τρία τέταρτα απ' όσα κάνω γίνονται χωρίς τη θέλησή μου και χωρίς να ξέρω γιατί. Το ξέρεις πως ήμουνα παντρεμένος;
ΞENIA: Το ξέρω.
ΛAΛAΣ: Το ξέρεις πως ύστερα χώρισα;
ΞENIA: Το ξέρω.
ΛAΛAΣ: Πριν παντρευτούμε ήμασταν δυόμισι χρόνια μαζί και μετά το γάμο μας μόνο είκοσι έξι ημέρες. Απόδειξη ότι και πριν απ' το γάμο δεν είχαμε κανένα λόγο να είμαστε μαζί. Θυμάμαι ότι τη μέρα του γάμου παρακαλούσα να της συμβεί αυτοκινητικό δυστύχημα και να μην έρθει στην εκκλησία!... Φεύγουμε;
ΞENIA: Γιατί; Είναι ωραία εδώ πάνω.
ΛAΛAΣ: Τι ομορφιά έχει...;
ΞENIA: Έχεις την εντύπωση ότι κάποιος θα περάσει.
ΛAΛAΣ: Ποιος θα περάσει;
(H ΞENIA, που σηκώνεται απ' τη θέση της, βλέπει για πρώτη φορά τη συνάθροιση στην αυλή.)
ΞENIA: Τι κάνουν αυτοί εκεί...;
ΛAΛAΣ: (αφού κοιτάξει) Τρώνε... (πηγαίνει μερικά βήματα προς το βάθος και στέκει εκεί)... Μπορώ να σας ενοχλήσω;
(Κάποιος απ' την αυλή σηκώνεται απ' τη θέση του και πλησιάζει τον ΛAΛA. Tον λένε ANTPEA.)
ANTPEAΣ: Καλησπέρα.
ΛAΛAΣ: Καλησπέρα. Κάτι έπαθε τ' αυτοκίνητό μου εδώ στον ανήφορο και μείναμε. Μήπως υπάρχει κανένας ειδικός εδώ κοντά, καμιά βενζιναντλία;
ANTPEAΣ: Κατεβείτε από ίσια, σε καμιά διακοσαριά μέτρα θα πέσετε πάνω στα ταξί πού κάνουν πιάτσα στη λεωφόρο. Οι ταξιτζήδες θα ξέρουνε τι να κάμετε.
ΛAΛAΣ: Ευχαριστώ. (στην ΞENIA) Θέλεις να 'ρθεις μαζί μου ή θα περιμένεις;
ΞENIA: Θα περιμένω. Έχω ρημάξει τα τακούνια μου σ' αυτούς τους παλιόδρομους.
ΛAΛAΣ: Όπως θέλεις. Θα κάνω όσο μπορώ πιο γρήγορα.
ΞENIA: Άσε μου τα τσιγάρα σου...!
ΛAΛAΣ: (της δίνει τα τσιγάρα του) Δεν φοβάσαι να μείνεις μόνη σου...;
ΞENIA: Σαν τι μπορεί να πάθω;
(O ΛAΛAΣ φεύγει. Στο αναμεταξύ ο ANTPEAΣ έχει πάει στην αυλή, έχει φέρει μια καρέκλα και τώρα τη δίνει στην ΞENIA.)
ΞENIA: Ευχαριστώ. (Κάθεται)
(O ANTPEAΣ ξαναγυρίζει στην αυλή. H ΞENIA παρακολουθεί τις κουβέντες τους.)
ANTPEAΣ: Δεν έχει άλλο κρασί;
NAYTHΣ: Έχει όσο θες.
XPHΣTOΣ: Πολύ πίνεις.
ANTPEAΣ: Kαλά κάνω.
NAYTHΣ: Ποιος δεν πίνει; Όλοι πίνουμε.
ANTPEAΣ: Όποιος δεν πίνει να φύγει.
ΧΡΗΣΤΟΣ: Πιο σιγά.
NAYTHΣ: Γιατί;
ΧΡΗΣΤΟΣ: Δεν έχουμε γάμο.
ANTPEAΣ: "Την κόρη θάψε με χορό, και το παιδί με γλέντι"...
NAYTHΣ: "Σκιάζεται ο χάρος το χορό - φοβάται τα τραγούδια"...
NAYTHΣ: T' ακούς;
ANTPEAΣ: Κι εμείς δε θάψαμε γέρο ή γριά για να 'μαστε φρόνιμοι.
MANA: Τον Μάρτη θα 'κλεινε τα είκοσι εφτά...!
A΄ ΓYNAIKA: Είκοσι εφτά...
B΄ ΓYNAIKA: Αν πας και βάλεις τα χέρια σου πάνω στον τάφο του, η γης θα χτυπά το σφυγμό του.
A΄ ΓYNAIKA: Και το χώμα θα 'ναι ζεστό!...
(Μια κοπέλα, μ' ένα ποτήρι κι ένα μπουκάλι κρασί, πλησιάζει την ΞENIA.)
ΞENIA: Μα τι τρέχει;
ANNA: Δε διαβάζετε εφημερίδες; Κοπιάστε στο τραπέζι, έχει θέση.
ΞENIA: Ευχαριστώ, έχω φάει...
ANNA: Τέτοια τραπέζια δεν είναι για φαΐ.
ΞENIA: Μα τι τρέχει;
(H MANA πλησιάζει την ΞENIA. Πίσω της ακολουθούν οι περισσότεροι από την αυλή.)
MANA: Είμαι η μάνα του... Εγώ το 'ξερα πως μ' αυτή τη γυναίκα που 'μπλεξε θα τέλειωνε άσχημα... Τι ήταν ο γιος μου;... Ένα φτωχό παιδί, μηχανικός στην Αλκυόνα, μ' εκατό δραχμές μεροκάματο... ενώ εκείνη ήταν αριστοκράτισσα, μια παράξενη, λέει, κοπέλα, από το Κολωνάκι... Τι καλό ξημέρωμα μπορούσε να 'χε αυτή η ιστορία... Άμα τους είδα για πρώτη φορά, να την κρατά απ' το χέρι και ν' ανηφορίζουν το δρόμο κατά δω, ένα σύγκρυο μου ηλέκτρισε όλη τη ράχη όπως η γάτα άμα νιώθει θεομηνία... Και δεν είχα άδικο... Ενάμιση χρόνο αυτή η γυναίκα τον είχε κάμει παραλοϊκό. Έτρεχε σαν λυσσασμένος με τη μοτοσικλέτα, έπινε και χόρευε όσο να πέσει ξερός. Βούταγε με τα ψαροντούφεκα σε είκοσι οργιές βάθος, δερνότανε μ' όποιον δεν την κοίταζε όμορφα...
XPHΣTOΣ: Έλα μέσα, μάνα...
MANA: (στην ΞENIA) Σου 'μοιαζε... Όλες εσείς μοιάζετε... Τα μάτια σας, αντί να κοιτάνε έξω, κοιτάνε μέσα σας... Έχετε μια παράξενη μυρουδιά σαν βανίλια... και περπατάτε σαν να σιχαίνεστε τη γη που πατάτε...
XPHΣTOΣ: Φτάνει, μάνα, έλα, πάμε μέσα...
MANA: ...και προχτές τη νύχτα, τη νύχτα που γίνηκε το κακό, ο γέρος μου κι εγώ ξυπνήσαμε αλαφιασμένοι από τα όνειρα... Τι έχεις; του λέω... Είδα, μου λέει, πως το παιδί ήτανε ξαπλωμένο ανάσκελα πάνω στο λόφο - εκεί που αμολάνε τούς χαρταετούς... Είχε τα χέρια ανοιχτά σαν να παρακαλούσε και πλάι του ήτανε ένα κανάτι κρύο νερό... Κι ήρθε ένας άντρας, που περπατούσε αργά κι έσερνε μακρύ άσπρο πανί, και τόνε σκέπασε... Μα από την άλλη μεριά ήρθε ένας άλλος που περπατούσε γρήγορα, τόνε ξεσκέπασε, πήρε το σεντόνι κι έφυγε. Τότε ξανάρθε ο άντρας που περπατούσε αργά, ξανάφερε το σεντόνι και τύλιξε το παιδί... Μα ο άλλος ξαναφάνηκε γρήγορος, σαν μπουρίνι, άρπαξε το σεντόνι, έσπασε το κανάτι με το κρύο νερό και χάθηκε...
XPHΣTOΣ: Έλα, μάνα... Τι τη νοιάζουν αυτά την ξένη κοπέλα...
MANA: Δεν είναι ξένη... Κανένας δεν είναι ξένος... Κι από πάνω της μοιάζει... Ίσως να 'ναι κι από την ίδια γειτονιά... Μπορεί και να γνωρίζονται...
ΞENIA: Πώς τη λέγανε;
XPHΣTOΣ: Σύλβια...
ΞENIA: Όχι, δεν την ξέρω...
MANA: Ούτε εγώ την ήξερα, όμως έχασα έναν γιο για χάρη της... Ούτε εσύ μας ξέρεις - όμως τι μπορεί να χάσεις για χάρη μας κανένας δεν το ξέρει...
XPHΣTOΣ: Φτάνει, μάνα...
MANA: Άσε με να της μιλήσω... Θέλω να της τα πω όλα...
ΞENIA: Κι εγώ θέλω να σας ακούσω.
MANA: Ξύπνησε ο γέρος μου απ' το όνειρο που είδε και μ' ηύρε όρθια κοντά στο παράθυρο ν' αφουγκράζομαι τη μουρμούρα της νύχτας... Τι έχεις; μου λέει... Είδα πως καθόμουνα κει, στην αυλή, κι ήρθε πάνω στα στήθια μου μια μεγάλη άσπρη πεταλούδα. Τότε την έσφιξα πάνω μου, μα αυτή άρχισε να σπαρταρά και να θέλει να φύγει. Την έσφιξα πιο πολύ πάνω μου, μα αυτή μου γλίστρησε κι έφυγε κατά τις στέγες. Εγώ έμεινα κοιτάζοντας τα χέρια μου που είχανε γίνει άσπρα απ' τ' αλεύρι της πεταλούδας, κι όπως τα κοίταξα, είδα πως κρατούσα ένα μικρό άσπρο περιστέρι... Eπειδής δεν ήθελα να μου φύγει κι αυτό, το 'κλεισα μες στην αγκαλιά μου έτσι, μ' όλη μου τη δύναμη. M' αυτό χτυπιότανε, φτεροκοπούσε, ήθελε να μου φύγει, κι όπως το 'σφιγγα για να μην το χάσω, άρχισε να κλαίει... Άρχισα να το νανουρίζω για να κοιμηθεί... και κοιμήθηκε... Εγώ όμως τρόμαξα που κοιμήθηκε - σάμπως να μην έπρεπε να κοιμηθεί - κι άρχισα να του φωνάζω να ξυπνήσει, μα κείνο δεν ξύπναγε... του 'παιζα, του φώναξα για να ξυπνήσει...
XPHΣTOΣ: Φτάνει, μάνα.
Γ΄ ΓYNAIKA: Τώρα ό,τι ήταν να γίνει γίνηκε...
B΄ ΓYNAIKA: Τώρα μετράει μόνο ό,τι έγινε...
ANTPEAΣ: Και μονάχα όπως έγινε...
MANA: Τι θέτε, δηλαδή, να πω, καλά καμωμένο;
ANTPEAΣ: Σκέψου ποιες ήτανε οι τελευταίες του κουβέντες... Σφίχτηκε πάνω μου και είπε... "Δεν έχω παράπονο, ωραία ήτανε, καλά ήτανε..." Ξέρεις πολλούς να φύγανε με την ψυχή έτσι γιομάτη;
ANΔPAΣ: O ίδιος δε μετάνιωσε για ό,τι έγινε, εμείς θα μετανιώσουμε για λογαριασμό του...; Mε ποιο δικαίωμα;
A΄ ΓYNAIKA: Ό,τι καλό κι ό,τι ακριβό
ο ουρανός το παίρνει
το δάκρυ αλάτι και νερό
και πίσω δεν το φέρνει...
ANΔPAΣ: Ό,τι καλό κι ό,τι ακριβό
ο ουρανός το παίρνει
το μοιρολόι άνεμος
και πίσω δεν το φέρνει...
(H MANA φεύγει στο βάθος.)
AΝΔΡΑΣ: Όπου 'ναι νιος και δεν πετά
με του βοριά τα νέφη,
χαράμι πάει του η ζωή
κι άδικα τήνε τρέφει...
Να φύγω νιος ένα πρωί
μ' όλη τη δύναμή μου
να με θυμάστε ως ήμουνα
κι ως θα 'μαι στην ταφή μου...
(O ANTPEAΣ αρχίζει να τραγουδά.)
ANTPEAΣ: Δε σ' έχασα, δε μ' έχασες...
MIA ΦΩNH: Σωπάστε... για όνομα του Θεού...
ANTPEAΣ: (τραγουδάει)
Ξέρω τ' αστρί που μένεις.
Ξέρω που θα 'ρθω να σε βρω
και που με περιμένεις...
MIA ΦΩNH: Ντροπή...
AΛΛH ΦΩNH: Όποιος ντρέπεται ας φύγει...
ANTPEAΣ: (τραγούδι)
Σ' αγκάλιασα μ' αγκάλιασες
μου πήρες και σου πήρα
χάθηκα μες στα μάτια σου
και στη δική σου μοίρα...
Μέσα στις ίδιες γειτονιές
έρημος ζητιανεύω
ό,τι μαζί σου σκόρπισα
γυρνώ και το γυρεύω...
Γίνου φωτιά, γίνου βροχή
και στείλε μού τα πίσω.
Καρδιά μου, πάρε με μαζί
ή άσε με να ζήσω...
MIA ΦΩNH: Πιο σιγά, ρε παιδιά... πιο σιγά...
(Αλλά, σαν η φωνή να τους ερεθίζει, αρχίζουν πολλοί τώρα μαζί να τραγουδάνε στον ίδιο σκοπό.)
Στρώσε το στρώμα σου για δυο
για σένα και για μένα
ν' αγκαλιαστούμε απ' την αρχή
να 'ναι όλα αναστημένα...
O δρόμος είναι σκοτεινός
ώσπου να σ' ανταμώσω,
ξεπρόβαλε μεσοστρατίς
το χέρι να σου δώσω...
(Στο μεταξύ κάποιος έχει έρθει με μπουζούκι κι έχει ακομπανιάρει το τελευταίο τετράστιχο. Kι όταν το τραγούδι τελειώσει, αυτός συνεχίζει να παίζει. O ANΔPAΣ σηκώνεται σε χορευτική στάση κι αρχίζει σιγά σιγά να χορεύει - βαριά σαν μέσα σε θρησκευτική κατάνυξη... Στο χορό του προστίθεται και δεύτερος και τρίτος και σε συνέχεια όλοι οι άντρες. H πενιά σιγά σιγά σβήνει, ο χορός συνεχίζεται χωρίς μουσική. H ΞENIA έρχεται αργά στο προσκήνιο και στέκει κάτω από μια δέσμη φωτός, ενώ ο φωτισμός στους χορευτές βαθμηδόν χαμηλώνει και σταθεροποιείται σε ένα ημίφως...)
ΞENIA: (μικρόφωνο με αντηχείο) Φοβάμαι δω πάνω... Άμα η θάλασσα είναι τόσο ήσυχη, αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατό να 'ναι τόσο βαθιά... Αλλά άμα οι άνθρωποι είναι όπως είναι, τρομάζεις με το πόσο βαθιά είναι η καρδιά τους...
ΣKOTAΔI