Γεννημένος στη Γένοβα το 1896 και εγκατεστημένος οριστικά στο Μιλάνο από το 1948, ορκισμένος αντιφασίστας (το 1938 αρνήθηκε να γίνει μέλος του φασιστικού κόμματος με αποτέλεσμα να απελαθεί), διακεκριμένος συνεργάτης της Κοριέρε ντελα Σέρα και βραβευμένος με το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1975, ο Εουτζένιο Μοντάλε, που πέθανε το 1981 σε ηλικία 85 ετών, είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεώτερου ιταλικού λυρισμού. Ο ποιητής, ωστόσο, δεν υπήρξε σε όλο το μήκος του έργου του λυρικός. Στα χρόνια της ωριμότητάς του, κι ενώ η Ιταλία είχε αφήσει οριστικά πίσω της τη φτώχεια των πρώτων μεταπολεμικών ετών, για να εξελιχθεί σε έναν από τους γίγαντες της ευρωπαϊκής ανάπτυξης, ο Μοντάλε αισθάνθηκε απόβλητος από έναν κόσμο ο οποίος αποθέωνε την κυριαρχία των οικονομικών μεγεθών και στράφηκε σε μιαν εντελώς διαφορετική κατεύθυνση: μια κατεύθυνση της οποίας τα κυριότερα χαρακτηριστικά είναι η ειρωνεία, ο λεπτός σαρκασμός, αλλά και ένα διανοητικό κλίμα που αντλεί το ύφος του από τη δημοσιογραφία και το δοκίμιο.
Αυτή την ώριμη περίοδο του Μοντάλε, δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε ο κομψός τόμος "Ημερολόγιο του '71", που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση του Νίκου Αλιφέρη.
Ο έρωτας και οι υψηλές διατυπώσεις, που έθρεψαν άλλοτε την ποίηση του Μοντάλε, έχουν εμφανώς απομακρυνθεί από το "Ημερολόγιο του ΄71", για να δώσουν τη θέση τους σε μια ματιά που δεν κρύβει τον σκεπτικισμό και τη μόνιμη δυσπιστία της. Το πιο σημαντικό, βέβαια, στο σημείο αυτό είναι, όπως παρατηρεί στον πρόλογό του ο μεταφραστής, πως η απομάκρυνση του ποιητή από τις λυρικές του πηγές δεν θα του επιτρέψει να φτωχύνει κατά το παραμικρό την τέχνη του, που έχει τώρα διαλέξει απλώς έναν άλλο δρόμο για να εκφραστεί. Εκείνα που μοιάζει να ενοχλούν πρωτίστως τον Μοντάλε είναι η διάχυτη υποκρισία και ο φανφαρονισμός: οι διάφοροι φουσκωμένοι διάνοι που διακηρύσσουν με περισσή περηφάνια την προσήλωσή τους σε απαραβίαστες αρχές για να πράξουν τα ακριβώς αντίθετα μόλις το ακροατήριό τους γυρίσει την πλάτη. Το χαρακτηριστικότερο ίσως ποίημα εδώ είναι η "Επιστολή στον Κακόβουλο", που μολονότι θα έχει ως αφετηρία της μια προσωπική διαμάχη (την κόντρα με τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι του οποίου την ποίηση ο Μοντάλε θεωρούσε αντιφατική και διπρόσωπη), θα αποκτήσει αμέσως σχεδόν καθολικό χαρακτήρα, στηλιτεύοντας δύο ανυπόφορα κακά: από τη μια την ιδεολογική κομπορρημοσύνη και από την άλλη την πρακτική τού να αλλάζει κανείς θέσεις δίχως τον ελάχιστο ενδοιασμό.
Ο Μοντάλε διαθέτει στα ποιήματα της ωριμότητάς του και μια πιο εσωτερική πλευρά, που μας υπενθυμίζει πως ο πυρήνας της ποίησης παραμένει πάντοτε, όποιες κι αν είναι οι εξωτερικές αναφορές της, με όποια μέθοδο κι αν φιλοτεχνεί το κοινωνικό του πρόσωπο ο ποιητής, το καθημερινό ρίγος της ύπαρξης. Η ειρωνεία θα αντικατασταθεί εν προκειμένω από τη θλίψη – μια θλίψη που θα μετατραπεί κάποτε σε απόγνωση. Ο Μοντάλε θα θρηνήσει για όσους σπατάλησαν την ψυχή τους σε δεσμούς οι οποίοι δεν κατόρθωσαν να αποκτήσουν το οποιοδήποτε βάθος, θα ανασκαλέψει μελαγχολικά τις μνήμες του, συνειδητοποιώντας ότι το μόνο το οποίο έχει απομείνει από την πραγματικότητα που ανακαλούν είναι οι ασώματες εικόνες τους, θα δυσκολευτεί να υπομείνει το παρόν αλλά και να ελπίσει για το μέλλον και θα σταθεί στο μετέωρο ζωής και θανάτου: κανένας δεν επιθυμεί τον θάνατο και το τέλος, αλλά και καμιά συνείδηση που σέβεται τον εαυτό της δεν μπορεί να ανεχθεί έναν τρόπο ζωής ο οποίος έχει νεκρωθεί από καιρό, τείνοντας βαθμιαία να χάσει και τα τελευταία υπολείμματα της σημασίας του. Τίποτε απ’ όλα αυτά, ωστόσο, δεν θα οδηγήσει τον Μοντάλε στην ήττα και την παραίτηση. Το αίτημα της ακεραιότητας και της βούλησης για μιαν έστω ανέφικτη αναστροφή της πορείας των πραγμάτων θα μείνει ολοζώντανο, δείχνοντας πως η ποίηση δεν θα πάψει ποτέ να παρέχει ένα ζωτικό καταφύγιο, για όσα μας φθείρουν και μας καταπονούν.