Αποτελεί σίγουρα εκδοτικό γεγονός. Η «Χίμαιρα» του Μ. Καραγάτση, που δημοσιεύτηκε ως νουβέλα για πρώτη φορά το 1936, κυκλοφορεί ξανά από τις εκδόσεις Εστία με εισαγωγή της Μαίρης Μικέ, επίλογο του Στρατή Πασχάλη και προοίμιο του Δημήτρη Τάρλοου. Ο Δ. Τάρλοου (σκηνοθεσία) και ο Στρ. Πασχάλης (διασκευή) υπογράφουν και τη θεατρική επιτυχία «Η μεγάλη χίμαιρα», που παρουσιάστηκε διαδοχικά τα δύο τελευταία χρόνια στο Φεστιβάλ Αθηνών, στο θέατρο «Πορεία» και στο θέατρο «Απόλλων» της Σύρου. Το φθινόπωρο η παράσταση ξεκίνησε μια δεύτερη σεζόν στο θέατρο «Πορεία» και τώρα θα παραταθεί στον ίδιο χώρο από το τέλος Φεβρουαρίου.
Το βιβλίο του Καραγάτση είναι η ιστορία μιας Γαλλίδας, της Μαρίνας, που ερωτευμένη και παντρεμένη με έναν Έλληνα εφοπλιστή έρχεται να εγκατασταθεί σ' ένα μικρό νησί του Αιγαίου. Η εγκατάσταση, ωστόσο, στην Ελλάδα θα αποδειχθεί μια πολύ σκοτεινή υπόθεση. Το ελληνικό τοπίο θα μαγέψει και ταυτοχρόνως θα εγκλωβίσει την ηρωίδα με δραματικό τρόπο. Η Μαρίνα θα παρασυρθεί από τον αισθησιασμό και το πάθος της, που γρήγορα θα μετατραπούν σε ασήκωτα βαρίδια, οδηγώντας την στην αυτοκαταστροφή. Κι όλα τριγύρω της και μέσα της θα μεταμορφωθούν σε μια τυραννική χίμαιρα.
Η νουβέλα του 1936 θα κυκλοφορήσει σε ριζικά νέα μορφή το 1953: μια ευρεία σύνθεση, που υπό τον τίτλο «Η μεγάλη χίμαιρα» θα κλείσει τον κύκλο ο οποίος άνοιξε με τον «Συνταγματάρχη Λιάπκιν» και τον «Γιούγκερμαν», κατακτώντας τώρα το μεγάλο κοινό. Είναι η Μαρίνα της «Χίμαιρας» που μόλις ξανακυκλοφόρησε ίδια με τη Μαρίνα της «Μεγάλης χίμαιρας» του μυθιστορήματος και της θεατρικής παράστασης; Πού συγκλίνουν και πού αποκλίνουν οι δύο εκδοχές της; «Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά έργα με δύο εντελώς διαφορετικά πρόσωπα», παρατήρησε ο Στρ. Πασχάλης σε εκδήλωση που έγινε το βράδυ της Δευτέρας 18/1 στο θέατρο «Πορεία» (τη συζήτηση συντόνισε η Λαμπρινή Κουζέλη). Η πρώτη Μαρίνα είναι μια απλή Γαλλίδα, η δεύτερη είναι μια διανοούμενη: «Το θέμα είναι η μάχη που θα δώσει κάτω από το ελληνικό φως με τις αισθήσεις της η ηρωίδα. Αισθήσεις άγριες, εικόνες τολμηρές κι ένας προχωρημένος ερωτισμός χωρίς, ωστόσο, κανένα απελευθερωτικό στοιχείο. Ο άνθρωπος καταλήγει δέσμιος της ζωικής του πλευράς». Σε παρόμοια γραμμή και ο Δ. Τάρλοου: «Στην πραγματικότητα ο Καραγάτσης δίνει τόσο στη Μαρίνα όσο και στον αρσενικό συμπρωταγωνιστή της τα ίδια ζωώδη χαρακτηριστικά: συγκρούσεις με κοφτερά νύχια και δόντια, ερωτική επιθυμία πνιγμένη από την ψυχρότητα, απόλυτος ναρκισσισμός».
Οι διαφορές ανάμεσα στη μικρή και τη μεγάλη «Χίμαιρα» είναι σημαντικές, αλλά το δράμα της Μαρίνας παραμένει στο ακέραιο και στα δύο βιβλία. «Η μοιχεία την οποία διαπράττει η Μαρίνα προδίδει την υπαρξιακή αγωνία της» σημείωσε ο 'Αρης Μπερλής: «Αδυνατώντας να ενταχθεί στους τοπικούς κώδικες και κυριαρχημένη από τη δύναμη της μοίρας, η Μαρίνα φαντασιώνεται επί ματαίω τον μεγάλο έρωτα, υπενθυμίζοντας μέχρι ένα σημείο τη Μαντάμ Μποβαρί του Φλομπέρ. Για όποιαν, όμως, Μαρίνα κι αν πρόκειται, του πρώτου ή του δεύτερου βιβλίου, ο Καραγάτσης δεν παύει να κατανοεί και να συμμερίζεται τα πάθη της».
Μια συνονόματη της πρωταγωνίστριας του Καραγάτση, η Μαρίνα Καραγάτση, η κόρη του συγγραφέα, δοκίμασε μια περιήγηση στη Σύρο, το νησί όπου παρουσιάστηκε το περσινό καλοκαίρι η παράσταση της «Μεγάλης χίμαιρας», αλλά και ο πραγματικός τόπος στον οποίο εξελίσσεται η δράση του μυθιστορήματος, μιλώντας εκ παραλλήλου για τα φυσικά πρόσωπα που είναι πιθανόν να κρύβονται πίσω από τους λογοτεχνικούς ήρωες.